-
1 ανειμενως
1) небрежно, нерадиво(ἐπιμέλεσθαι Xen.)
2) беспечно, беззаботно, свободно(διατᾶσθαι Thuc.)
3) безудержно, не зная меры(πίνειν καὴ θορυβεῖν Xen.; χρῆσθαί τινι Plut.)
4) без стеснений, напрямик(τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Isocr.)
1 ανειμενως
(ἐπιμέλεσθαι Xen.)
(διατᾶσθαι Thuc.)
(πίνειν καὴ θορυβεῖν Xen.; χρῆσθαί τινι Plut.)
(τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Isocr.)