-
1 δαλος
ὅ1) горящее полено, пылающая головня Hom., Hes., Aesch., Arst., Plut.2) факел, сигнальный огонь(ἀλωομένοις δαλὸν ἀνάπτειν Anth.)
3) молния(ἐμβαλεῖν δαλόν τινι Hom.)
4) «факел» ( вид метеора)5) обгорелое полено(δ. ὡς πῦρ ἢ καπνὸν ἀπ΄ αὐτοῦ μέ δεδιέναι Luc.)
; тж. перен. (о дряхлом старике)(νῦν ἤδη δ. Anth.)
-
2 καταιθω
(только praes.)1) сжигать(δαλόν Aesch.; κληματίδας Arph.)
; pass. гореть2) перен. зажигать, воспламенять(ἕρως με καταίθει Theocr.; τὸν δυσέρωτα Anth.)
καταίθεσθαι ἐπί τινι Theocr. — пламенеть любовью к кому-л.3) истреблять, уничтожать(τινα Aesch. ap. Plut.)
-
3 κυκλοω
тж. med.1) окружать, обступать(τινα NT.)
2) окружать, опоясывать(χθόνα, πόλιν Ἄρει φονίῳ Eur.; κυκλομένη ὑπὸ στρατοπέδων Ἱερουσαλήμ NT.)
κυκλοῦσθαι τοὺς Ἕλληνας ἐς μέσον Her. — взять в кольцо греков;οὗτοι ἂν εἰδεῖεν, εἰ οἱ κυκλούμενοι κυκλωθεῖεν Xen. — пусть они присмотрят, не оказались бы (сами) окружающие окруженными3) вводить вращательным движением, ввинчивать, вкручивать(δαλὸν ἐν Κύκλωπος ὄψει Eur.)
4) кружить, волновать(τέν θάλασσαν Polyb.; перен. δίναις κυκλούμενον κέαρ Aesch.)
5) сгибать в круг(τόξα Anth.)
6) обводить кругом -
4 τορνευω
1) вытачивать, вырезывать(τροχοὺς ἐκ μέσης τινός Plat.)
2) поворачивать, вращать(τὸν δαλόν Eur.)
3) ( о стихах) обтачивать, закруглять Arph.
См. также в других словарях:
δαλόν — δᾱλόν , δαλός fire brand masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek
ραιστήρ — ῆρος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί 2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τήρ (πρβλ. οικισ τήρ). Το θηλυκό … Dictionary of Greek
σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] … Dictionary of Greek