-
1 γωνία
γωνίᾱ, γωνίαcorner: fem nom /voc /acc dualγωνίᾱ, γωνίαcorner: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————γωνίαι, γωνίαcorner: fem nom /voc plγωνίᾱͅ, γωνίαcorner: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 γωνια
ион. γωνίη ἥ1) угол(τοῦ προνηΐου Her.; ἥ ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τείνουσα γραμμή Plat.)
κατ΄ ὀξείας γωνίας Arst. — под острым углом;πρὸς ὁμοίας γωνίας Arst. — под равными углами;κεφαλέ γωνίας NT. — краеугольный камень;αἱ τέσσαραι γωνίαι τῆς γῆς NT. — четыре страны света;ἐν γωνίᾳ NT. — в углу, т.е. келейно, тайком2) углообразный выступ3) угольник(κανόνες καὴ γωνίαι Plat.; σφαῖραι καὴ γωνίαι Plut.)
4) угол мостового устоя ( для разрезания волн) -
3 γωνία
γωνία, ἡ,A corner, angle, Hdt.1.51, Pl.Men. 84d, etc.; γ. ἐπίπεδος, στερεά, plane, solid angle, Euc.1 Def.8,11Def.11; αἱ πρὸς τῇ βάσει γ. the angles at the base, Id.1.5; ἡ ὑπὸ ΒΑΓ or ὑπὸ τῶν ΒΑΓ γ. the angle ΒΑΓ, Id.1.9,al.2 metaph., corner, secluded spot,ἐν γωνίᾳ ψιθυρίζειν Pl.Grg. 485d
;ἐν γ. πεπραγμένον Act.Ap.26.26
.3 of the four quarters of the compass, Ptol.Tetr.29.IV of persons, leader, chief, LXX 1 Ki.14.38. (Akin to γόνυ.) -
4 γωνία
-
5 γωνιά
γωνιάζωplace at an angle: fut ind mid 2nd sg (epic)γωνιάζωplace at an angle: fut ind act 3rd sg (epic) -
6 γωνιᾷ
γωνιάζωplace at an angle: fut ind mid 2nd sg (epic)γωνιάζωplace at an angle: fut ind act 3rd sg (epic) -
7 γωνία
γωνία, ἡ, Winkel, Ecke; bes. in der Geometrie; Winkelmaß; ein eckiger Pfeiler -
8 γωνία
Grammatical information: f.Meaning: `corner' (Hdt.), also `leader'(LXX). In geometry Mugler, Terminologie géométr.Compounds: Sec. member - γωνος in τρί-γωνος etc. (as - βιβλος to βιβλίον etc.) s. Debrunner IF 60, 40ff. συγγωνίος (RPh 73 (1999) 84).Derivatives: γωνίδιον (Luk.). γωνιαῖος (Pl. Kom.), γωνιήϊος (Delphi), γωνιώδης (Hp.), γωνιακός (Procl.); γώνιος (pap. VIp); - γωνιάζω (Porph.) with γωνιασμός (Ar.); γωνιόομαι (Dsc.) with γωνίωμα (Eust.) and γωνίωσις (Archig. Med.). παραγωνίζω RPh. 71 (1997) 155f.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Generally connected with γόνυ (s. v.). The long vowel is problematic. Perhaps from *γονϜ-ία with Doric development (geometricians were Pythagoreans). Skt. jā́nu arose from *ǵonu (Brugmanns law) and is irrelevent.Page in Frisk: 1,336-337Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γωνία
-
9 γωνία
η1) угол (тж. здания);γων ορθή — прямой угол;
οξεία γωνία — острый угол;
αμβλεία γωνία — тупой угол;
γωνία πτώσεως — угол падения;
η γωνία της οδού — угол улицы;
στη γωνία — а) на углу; — б) в углу;
πίσω απ' τη γωνία — за углом;
στρέφω στη γωνία — повернуть за угол;
2) см. γωνιά 3, 7;§ ράβδος εν γωνία άρα βρέχει — это просто абсурд
-
10 γωνιά
η1) камин, очаг; место у камина; 2) перен. угол, приют, пристанище; клуб; 3) перен. уголок;κόκκινη γωνιά — красный уголок;
σε κάθε γωνιά της γης — во всех уголках земли;
η γωνιά τού παιδιού — а) детский уголок; — б) страница для детей (в газете и т. п.);
4) тех угольник;κανονίζω με τη γωνιά — проверять по угольнику;
5) угольник, наугольник;6) горбушка; краюха;δεν τρώω τη γωνιά — я не ем горбушку;
7) клочок, небольшая часть (земли и т. п.); кусок;καλλιεργώ μιά γωνιά τόπο — обрабатывать клочок земли;
μιά γωνιά ψωμί — кусок хлеба;
§ κάθομαι σε μιά γωνιά — сидеть в стороне и помалкивать;
εμεινε στη γωνιά — она осталась в девках
-
11 γωνίᾳ
Βλ. λ. γωνία -
12 γωνία
{сущ., 9}угол, край или конец земли.Ссылки: Мф. 6:5; 21:42; Мк. 12:10; Лк. 20:17; Деян. 4:11; 26:26; 1Пет. 2:7; Откр. 7:1; 20:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γωνία
-
13 γωνία
{сущ., 9}угол, край или конец земли.Ссылки: Мф. 6:5; 21:42; Мк. 12:10; Лк. 20:17; Деян. 4:11; 26:26; 1Пет. 2:7; Откр. 7:1; 20:8.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γωνία
-
14 γωνία
угол, край или конец (земли).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γωνία
-
15 γωνία
[гониа] ουσ. Θ. угол, очаг.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γωνία
-
16 γωνία
-ας + ἡ N 1 3-10-9-10-1=33 Ex 26,23.24; 27,2; 1 Sm 14,38; 1 Kgs 7,20(34)corner, angle Ex 26,23; leader, chief (of pers.) 1 Sm 14,38 Cf. GRILLET 1997 262-263(1 Sm 14,38); →TWNT -
17 γωνία
[гониа] ουσ θ угол, очаг. -
18 γωνία
аголГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > γωνία
-
19 γωνία
1) angle2) coin -
20 γωνία
1) kąt (m) rzecz.2) narożnik (m) rzecz.3) róg (m) rzecz.4) zakątek (m) rzecz.
См. также в других словарях:
γωνία — γωνίᾱ , γωνία corner fem nom/voc/acc dual γωνίᾱ , γωνία corner fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιά — η 1. το τζάκι: Ψήσαμε κάστανα στη γωνιά. 2. απόμερο σημείο: Στάθηκα σε μια γωνιά και χάζευα τον κόσμο. 3. η σκληρή άκρη ψωμιού ή γλυκίσματος: Μου αρέσει η γωνιά της πίτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνίᾳ — γωνίαι , γωνία corner fem nom/voc pl γωνίᾱͅ , γωνία corner fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 384 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται νοτιοδυτικά της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου Φωκά. * * * η βλ. γωνία … Dictionary of Greek
γωνία — η 1. γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από δύο ημιευθείες ή δύο επίπεδα που έχουν την ίδια κορυφή: Το τρίγωνο έχει τρεις γωνίες. 2. το σημείο όπου διασταυρώνονται δύο δρόμοι: Θα σε περιμένω στη γωνία. 3. εργαλείο σε σχήμα ορθής γωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γωνιᾷ — γωνιάζω place at an angle fut ind mid 2nd sg (epic) γωνιάζω place at an angle fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίεδρη γωνία — Όρος της γεωμετρίας. Αν θεωρήσουμε δύο ημιεπίπεδα με κοινή την αρχική τους ευθεία, τότε: 1. Αν τα ημιεπίπεδα δεν συμπίπτουν, ο χώρος χωρίζεται από αυτά σε δύο μέρη· καθένα από τα δύο αυτά μέρη του χώρου ονομάζεται δ.γ. (βλ. σχήματα 1 και 2). 2.… … Dictionary of Greek
συνεπαφής γωνία — Αν θεωρήσουμε ένα υγρό μέσα σε ένα δοχείο θα παρατηρήσουμε ότι, κοντά στα ελεύθερα τοιχώματα, η υγρή επιφάνεια παίρνει κοίλη μορφή (π.χ. στην περίπτωση νερού σε δοχείο γυάλινο) ή με κυρτή (π.χ. υδράργυρος σε δοχείο γυάλινο). Η γωνία που… … Dictionary of Greek
συμπληρωματική, γωνία — Μια γωνία λέγεται συμπληρωματική άλλης, αν (και μόνο) το άθροισμά τους είναι μια ορθή γωνία … Dictionary of Greek
αμβλεία γωνία — Κάθε γωνία που είναι μεγαλύτερη από μία ορθή … Dictionary of Greek
Ασή Γωνιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 586 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας … Dictionary of Greek