-
1 γυιον
τό1) член тела, преимущ. конечность(γυίων ῥώμη Aesch.; οὐ μόνον στέρνα καὴ κεφαλή, ἀλλὰ καὴ γυῖα Plut.)
γυῖα ποδῶν Hom. = πόδες2) рука Theocr.3) тж. pl. тело Pind., Luc.μητρὸς γυῖα Luc. — материнская утроба
-
2 πλεγμα
- ατος τό1) плетеное изделие, плетениеτό π. τοῦ κύρτου Plat. — плетеная верша
2) звероловная сеть(πλέγματα καὴ ὀρύγματα Xen.)
3) плетенка, корзина Eur.4) заплетенные волосы, коса NT.5) сплетениеπ. γυίων Anth. — объятия;
πλέγματα βάλλεσθαι Anth. — обниматься;τὸ τῶν ῥημάτων καὴ τῶν ὀνομάτων π. Plat. — сочетание глаголов с существительными -
3 ρωμη
дор. ῥώμα ἥ1) сила, крепость, мощь(γυίων Aesch.; ἡδονῶν Plat.)
ἥ ῥ. καὴ τὸ σῶμα Thuc. — физическая сила;μιᾷ ῥώμῃ Soph. — силой одного человека;ῥ. ψυχῆς Xen. — душевная сила, мужество2) духовная мощь, мужествоμετὰ ῥώμης Thuc. — мужественно
3) могущество(πόλεως Thuc.)
4) вооруженные силы, войско(σὺν πολλῇ ῥώμῃ Xen.)
См. также в других словарях:
γυιῶν — γυίζω take in the hand fut part act masc nom sg (attic epic doric) γυιός lame fem gen pl γυιός lame masc/neut gen pl γυιόω lame pres part act masc voc sg (doric aeolic) γυιόω lame pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γυιόω lame pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίων — ἐγγυάω give pres part act masc nom sg (epic doric ionic) γυί̱ων , γυῖον limb neut gen pl γυιόω lame imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γυιόω lame imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαδάσσομαι — (Α) κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός] … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek