-
1 γειομορος
-
2 γεωμορος
дор. γᾱμόρος, Anth. γειομόρος ὅ(Θησεὺς) πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὐπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Plut. Тесей, впервые разделивший (аттическое население) на эвпатридов, землевладельцев и ремесленников
2) (в дор. государствах и областях) геомор, крупный землевладелец, pl. землевладельческая знать Aesch., Her., Thuc. -
3 σμηνοδοκος
См. также в других словарях:
γειομόρος — γειομόρος, ο (Α) 1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί 2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες») 3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης 4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γειο < γη +… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] … Dictionary of Greek