Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(γειομόρος

См. также в других словарях:

  • γειομόρος — γειομόρος, ο (Α) 1. αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί 2. εκείνος που κατοικεί μέσα στη γη («γειομόροι μύρμηκες») 3. αυτός που κατέχει μοίρα, κομμάτι γης 4. (για το αλέτρι) αυτό που χωρίζει τη γη, το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γειο < γη +… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»