-
61 υπενερθεν
Iadv.1) внизу, снизу(ὑ. γαῖα φάνεσκεν Hom.)
χιτῶνα ἔχειν ὑ. Arph. — снизу быть одетым в хитон2) под землей, в подземном царствеII(ὑ. Χίοιο Hom.; τὰ γᾶς ὑ. Pind. ap. Plat.)
-
62 φερεκαρπος
-
63 φερεσβιος
-
64 φονορρυτος
-
65 φονορυτος
-
66 χαινω
(aor. 2 ἔχᾱνον, pf. 2 κέχηνα)1) раскрываться, разверзаться(ὥς κέ οἱ γαῖα χάνοι! Hom.)
τὸ κεχηνὸς τοῦ πίθου Luc. — зияющее отверстие бочки;τὸ κεχηνὸς τοῦ ῥυθμοῦ Luc. — пробел в стихотворном размере2) разевать рот или пасть Hom.ὅτε δέ κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον Arph. — когда я с разинутым ртом ждал (представления) Эсхила;
νεοσσοὴ κεχηνότες πρός τι Plut. — птенцы, протягивающие разинутые клювы к чему-л.3) изрыгать, произносить(δεινὰ ῥήματα Soph.)
-
67 χλοηφορος
-
68 χυτος
I3[adj. verb. к χέω См. χεω]1) пролитой(αἷμα Aesch.)
2) насыпанныйχυτέ γαῖα Hom. — земляная насыпь, т.е. могильный курган
3) жидкий, текучий(νέκταρ Pind.)
χυτέ θάλασσα Anth. — морская пучина4) расплавленный, стекловидныйἀρτήματα λίθινα χυτά Her. — стеклянные серьги;
λίθων χυτὰ εἴδη Plat. — стекловидные (прозрачные) камни5) движущийся большими стаями, странствующий косяками(ἰχθύες Arst.)
IIὅ земляная насыпь Her. -
69 γῆ
ἡ γῆ, γῆς / ἡ γαῖα земля; страна (ср. геометрия; геополитика - политика, учитывающая географический фактор)
См. также в других словарях:
γαία — γαίᾱ , γαῖα land fem nom/voc/acc dual (epic ionic) γαίᾱ , γαῖα land fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱ , γαῖα land fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαίᾳ — γαίᾱͅ , γαῖα land fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱͅ , γαῖα land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαία — Γαίᾱ , Γαῖα land fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαίᾳ — Γαίᾱͅ , Γαῖα land fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαῖα — land fem nom/voc sg Γαῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαῖα — land fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek
γαῖᾳ — γαῖαι , γαῖα land fem nom/voc pl (epic ionic) γαῖαι , γαῖα land fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαῖᾳ — Γαῖαι , Γαῖα land fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαία Ταρακία — Μία από τις ιέρειες (Εστιάδες) της Ρώμης, που πίστευαν πως είχε χαρίσει στην πόλη το Πεδίον του Άρεως. Στην Εστιάδα αυτή είχε επιτραπεί να συνάψει γάμο … Dictionary of Greek
Τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. — τό τέχνιον πᾶσα γαῖα τρέφει. См. Ремесло вотчина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)