-
1 γαληνης
-
2 επιλαμβανω
(fut. ἐπιλήψομαι, aor. 2 ἐπέλαβον)1) (сверх чего-л.) брать, получать2) (после чего-л.) брать, пробовать(μικρὸν οἰνάριον Plut.)
3) med. хватать(ся), схватывать(ся), ухватывать(ся)(τῶν ἀφλάστων νηός Her.; τὼν νεῶν Thuc.; τῆς ἴτυός τινος Xen.; τῆς χειρός τινος τῇ δεξιᾶ Plat.; τῶν τριχῶν Aeschin.; ἀλλήλων ταῖς χερσί Plut.)
ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her. — ухватившись за дверные кольца;ἐπιλαβέσθαι τινὸς λόγου NT. — поймать кого-л. на слове4) тж. med. захватывать, занимать(τόπον τινά Arst., Plut.; med. τῶν ὀρῶν Plut.)
ἐπιλαβέσθαι τι τῶν τῆς πόλεως Plat. — присвоить себе что-л. из государственного имущества;ἐπιλαβέσθαι δασέος Arst. — войти в густые заросли5) (быстро) проходить(πολὺν χῶρον Theocr.)
6) зажимать, затыкать, закрывать(τέν ῥῖνα Arph.; τοῖς ἐπικαλύμμασιν, sc. τοὺς πόρους Arst.; τὸν αὐλίσκον Polyb.)
ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν ὀφθαλμῶν Arst. — закрывать себе глаза7) тж. med. удерживать, задерживатьἐ. τὸ ὕδωρ Lys., Isae.; — остановить воду (в водяных часах на время, свидетельских показаний или чтения документов, что не входило в регламент судебного оратора):
νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον Thuc. — когда ночь приостановила битву (ср. 8);ἐ. τι τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Her. — преграждать чему-л. движение назад;μέ ἐπιλαμβάνου Eur. — не удерживай (меня);ὀργῆς ἐπιλαβέσθαι Plut. — подавить (свой) гнев;τῆς τύχης ἄνω φερομένης ἐπιλαβέσθαι Plut. — помешать росту своего собственного благополучия8) ( во времени) надвигаться, наступать(ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Plat.; νυκτὸς ἐπιλαβούσης Diod.; ὅταν ἐπιλαμβάνῃ τὸ θέρος Arst.)
9) тж. med. совершать нападение или набег, нападатьἐπελάβοντο Κορινθίων ἀναχωρούντων Xen. — (лакедемоняне) атаковали возвращавшихся коринфян;οὐκ ἔχων ὅπῃ ἐπιλάβοιτο Xen. — не имея, к чему придраться10) редко med. охватывать, настигать, овладевать, поражатьδὴς τὸν αὐτὸν οὐκ ἐπελάμβανεν Thuc. — (эта болезнь) не поражала дважды одного и того же (человека);οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ΄ ἐπείληπται νόσῳ ; Soph. — да разве она не страдает подобным же недугом?;τέν αἴσθησιν ἐπιληφθείς Plut. — лишившийся чувств;ἥ ἱππομανία πολλῶν ἐπείληπται Luc. — многих охватила страсть к конному спорту11) захватывать врасплох, застигатьἐδεδοίκεσαν μέ σφῶν χειμὼν τέν φυλακέν ἐπιλάβοι Thuc. — (в Афинах) боялись, как бы зима не застигла их гарнизон
12) med. ( в речи) перебивать, прерыватьἐπιλαμβάνου ἐμοῦ, ἐάν τί σοι δοκῶ μέ καλῶς λέγειν Plat. — перебивай меня, если тебе покажется, что я говорю что-л. неправильно
13) med. захватывать, арестовывать(τινος Dem.)
14) med., юр. требовать, оспаривать, заявлять претензию(κτήματος Plat.)
15) med. возражать, протестовать(τοῦ ψηφίσματος Xen.; τῶν εἰρημένων Plut.)
16) med. достигать, обретать, получать(γαλήνης Plat.; ζωῆς αἰωνίου NT.)
νεοχμόν τι ποιέειν δυνάμιος ἐ. Her. — получить возможность совершить какой-л. переворот;ἐ. τινος τῷ τῆς διανοίας λογισμῷ Plat. — постигать что-л. силой размышления;τῆς ἐρημίας ἐπειλημμένοι Dem. — достигшие одиночества, т.е. освободившиеся от соперников17) med. достигать, доживатьἔτη τοῦ πολέμου ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὴ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει Thuc. — (Хрисид) бежал в середине девятого года войны;
ἀποθνῄσκει ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών Plut. — (Марий) умер на семнадцатый день (своего) седьмого консульства18) med. брать на себя, предпринимать, приниматься (за что-л)ἄλλης πολιτείας ἐ. Plat. — заняться рассмотрением другого государственного строя -
3 λιμάνι
то1) порт, гавань; портовый город; 2) перен. пристань;λιμάνι της γαλήνης — тихая пристань
См. также в других словарях:
γαληνῆς — γαληνής masc/fem acc pl (attic epic doric) γαληνής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνής — γαληνής, ές (Α) ο γαληνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαληνός, μεταπλασμένο αναλογικά κατά τα επίθετα σε ηνής] … Dictionary of Greek
γαληνής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλήνης — Γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλήνης — γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνές — γαληνής masc/fem voc sg γαληνής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνοῦς — γαληνής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαληνῶς — γαληνής adverbial (attic epic doric) γαληνός calm adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek