-
81 κείρω
κείρω, fut. inf. κερέειν, aor. 1 ἔκερσα, κέρσε, mid. part. κειρόμενος, ipf. κείροντο, aor. inf. κείρασθαι: shear, shear off, cut down; κόμην, δοῦρα, τένοντε, Il. 23.146, Ω , Il. 10.546; then ‘consume,’ ‘waste,’ κτήματα, βίοτον, Od. 2.312, 143; fig., μάχης ἐπὶ (adv.) μήδεα κείρει, ‘cuts short,’ Il. 15.467; mid., cut off one's own hair (as an offering to the dead), Il. 23.46, Od. 4.198.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κείρω
-
82 ἡγηλάζω
Grammatical information: v.Meaning: `lead, drag' ( κακὸν μόρον, βίοτον βαρύν etc.; λ 618, ρ 217, A. R. 1, 272, Arat. 893, Orac. ap. Zos. 1, 57).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Expressive enlargement of ἡγέομαι, perh. with Bechtel Lex. s. v. through melting together with ἐλάω and ending after the productive verbs in - άζω, rather than with L. Meyer, Schwyzer 734, Risch 257, Chantraine Gramm. hom. 1, 338 through a noun *ἡγηλός, *ἡγήλη (but cf. ἀγέλη from ἄγω). See Ronconi Stud. itfilcl. N. S. 14, 184 on the meaning.Page in Frisk: 1,622Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡγηλάζω
См. также в других словарях:
βίοτον — βίοτος life masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
ζηλωτός — ή, ό (AM ζηλωτός, ή, όν, Α και ζηλωτός, όν, δωρ. τ. ζαλωτός, όν) [ζηλώ] αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος αρχ. 1. αυτός που καλοτυχίζεται, που μακαρίζεται («ζηλωτὸς ὢν βίοτον εὐαίωνα Πέρσαις», Αισχύλ.) 2. ευδαίμων, μακάριος για κάτι … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek
σέλμα — το, ΝΑ κάθισμα κωπηλάτη, κν. μπάγκος («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατάστρωμα πλοίου 2. συνεκδ. πλοίο, σκάφος 3. (γενικά) κάθισμα, έδρανο 4. (κατ επέκτ.) κάθε ξύλινο κατασκεύασμα 5. στον … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek