-
21 λυσιος
-
22 λυσιπαιγμων
2, gen. ονος (ῠ!) развязывающий игры, т.е. дающий волю играм(Βάκχος Anacr.)
-
23 μαινολης
-
24 μαινολιος
-
25 μηροτραφης
-
26 νεβριδοπεπλος
-
27 νεβρωδης
-
28 νομιος
-
29 ξανθοκαρηνος
-
30 ξυμβακχος
-
31 οινοδοτης
-
32 παραβακχος
-
33 πολυωνυμος
-
34 σκιρτητος
-
35 συμβακχος
-
36 φιλοβακχος
-
37 φιλοδαφνος
-
38 χρυσομιτρης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βάκχος — Bacchus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek
Βάκχος. — См. Бахус … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βάκχος — ο επωνυμία του θεού Διόνυσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάκχω — Βάκχος Bacchus masc nom/voc/acc dual Βάκχος Bacchus masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχε — Βάκχος Bacchus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοι — Βάκχος Bacchus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοιο — Βάκχος Bacchus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοις — Βάκχος Bacchus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοισι — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκχοισιν — Βάκχος Bacchus masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)