-
1 θεριζω
1) убирать, косить, жать(σῖτον Her.; καρπόν Xen., Plat., med. Arph.; αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας, κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorgias ap. Arst.; ὃ ἂν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὴ θερίσει NT.)
ἥ ὥρα θερίσαι NT. — время жатвы2) ирон. грабить, опустошать(Ἀσίαν Plut.)
θερίζοντες λόγοι Plut. = θερίζων3) (о смерти, войне и т.д.) косить, губить(βροτούς Aesch.; βίον Eur.)
4) срезывать, отрубать, отсекать(κεφαλέν καὴ γλῶσσαν Soph.)
5) срывать, выдергивать(στάχυν Anth.)
6) проводить лето(ἐν τοῖς φυχροῖς Arst.)
ἔνθα θ. καὴ ἐαρίζειν λέγεται βασιλεύς Xen. — там ( в Сусе и Экбатане) царь, говорят, проводит лето и весну7) перен. пожинать, обретать, получать(ζωέν αἰώνιον NT.)
-
2 θρασυνω
1) придавать отвагу, делать смелым, ободрять(βροτούς Aesch.)
πλήθει τέν ἀμαθίαν θ. Thuc. — ободрять (свою) неопытность многочисленностью, т.е. успокаивать себя тем, будто неопытность может быть возмещена многолюдностью;θρασυνόμενοι τὸν πόλεμον ἤγειραν Plat. — (троянцы), осмелев, развязали войну;πρὴν ὅρμῳ ναῦν θρασυνθῆναι Aesch. — прежде чем корабль (= флот) не почувствует себя уверенным на рейде, т.е. не найдет для себя безопасной стоянки2) med.-pass. быть дерзким, надменным, наглым, вызывающе держать себя(μέ θρασύνεσθαι κακοῖς Soph.; θρασυνόμενοι τὰ φοβερὰ οὐχ ὑπομένουσιν Arst.)
μηδὲν θρασύνου Eur. — не будь дерзким;ἀσελγαίνων καὴ θρασυνόμενος Plat. — оскорбительно и нагло держащий себя3) med.-pass. дерзко говорить(ὑπέρ τινος Isocr. и ἐπί τινι Arph., Isocr., πρός τι Plut., Luc.)
4) хвастать, хвастливо выставлять напоказ(τὸ τῆς ἐλευθερίας ὄνομα Polyb.)
-
3 κατορθοω
1) выпрямлять(δέμας Eur.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Plat.)
2) направлятьκατορθοῦντες φρένα Soph. — в здравом уме;
ἐπειδέ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. — поскольку ты решился действовать3) заставлять воспрянуть духом, ободрять(βροτούς Soph.)
4) успешно доводить до конца, благополучно завершать(τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὴ μεγάλα πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὴ πάντα Plut.)
οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. — хитрость не удалась;ἃ κατορθούμενα μέν …, σφαλέντα δέ … Thuc. — в случае удачи этого …, в случае же провала …;τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. — удача, успех;τουτὴ κατωρθώκαμεν περὴ ἐπιστήμης Plat. — этот вопрос о знании мы разрешили успешно5) одерживать верх, побеждать(τῇ μάχῃ Polyb.)
-
4 ξυναρμοζω
атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)1) прилаживать, пригонять друг к другуκεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);
λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;τὰ συνηρμοσμένα Dem. — стройное целое2) сочетать, соединять, связывать(εἰς ταὐτόν Plat.)
γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. — связать воедино далекие друг от друга формы3) сколачивать, сбивать, строить(σκάφος Eur.)
σ. τι ἀπό τινος Plat. — составлять что-л. из чего-л.4) закрывать, смыкать(βλέφαρα χερί Eur.)
5) прикладывать(τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)
6) настраивать7) примирять друг с другом(τοὺς πολίτας Plat.)
ξ. πόλιν Plat. — умиротворять (приводить в порядок) государство8) приспособлять, подготовлять, приучать(βροτούς Aesch.)
πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. — приспособившийся к текущим обстоятельствам9) столковываться, соглашаться(ἀλλήλοις Plat.)
10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить(γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)
τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая11) соединятьсяσ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen. — сдружиться с кем-л.
-
5 συναρμοζω
атт. συναρμόττω (дор. fut. συναρμόξω; pass.: aor. συνηρμόσθην, pf. συνηρμόσμην)1) прилаживать, пригонять друг к другуκεραία δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν καὴ ξυνήρμοσαν πάλιν Thuc. — распилив пополам и выдолбив брус, они вновь приладили друг к другу (обе его половины);
λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Her. — плотно пригнанные друг к другу камни;μέρη ξυναρμοσθέντο αὐτὰ αὑτοῖς Plat. — соразмерные друг с другом части;τὰ συνηρμοσμένα Dem. — стройное целое2) сочетать, соединять, связывать(εἰς ταὐτόν Plat.)
γυνέ συναρμοσθεῖσα Arst. — замужняя женщина;ἰδέας ἀλλήλων ἀφεστώσας συναρμόσαι Isocr. — связать воедино далекие друг от друга формы3) сколачивать, сбивать, строить(σκάφος Eur.)
σ. τι ἀπό τινος Plat. — составлять что-л. из чего-л.4) закрывать, смыкать(βλέφαρα χερί Eur.)
5) прикладывать(τι πρός τι Arst.; χείλεα στομάτεσσιν Anth.)
6) настраивать7) примирять друг с другом(τοὺς πολίτας Plat.)
ξ. πόλιν Plat. — умиротворять (приводить в порядок) государство8) приспособлять, подготовлять, приучать(βροτούς Aesch.)
πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. — приспособившийся к текущим обстоятельствам9) столковываться, соглашаться(ἀλλήλοις Plat.)
10) тж. med.-pass. быть слаженным, хорошо подходить(γυνέ συναρμόζουσα Xen. - ср. 2)
τὰ συναρμόττοντα στοιχεῖα Plat. — хорошо подобранные составные части;ξ. εἰς ἅπαντα Plat. и συναρμόσασθαι ἅπαντι καιρῷ Diog.L. — подходить ко всему, годиться для всякого случая11) соединятьсяσ. τινὴ εἰς φιλίαν Xen. — сдружиться с кем-л.
См. также в других словарях:
βροτούς — βροτός mortal man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρότους — βρότος blood that has run from a wound masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
ακεσίμβροτος — ἀκεσίμβροτος, ο (Α) αυτός που θεραπεύει τους βροτούς, τους θνητούς (αποδίδεται στον Ασκληπιό, Ορφ. Λιθ. 8). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + βροτός πρβλ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
βρότειος — βρότειος, α, ον και βρότεος, η, ον (Α) [βροτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι») … Dictionary of Greek
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… … Dictionary of Greek
σκοταρχώ — έω, Μ [σκοτάρχης] (για τους δαίμονες ή τους διαβόλους) είμαι αρχηγός τού σκότους, τών σκοτεινών δυνάμεων («βροτοὺς δᾳδουχῶ καὶ σκοταρχοῡντας φλέγω», Στουδ. θεόδ.) … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς … Dictionary of Greek