-
1 στερεος
31) твердый, жесткий(σίδηρος Hom.; δέρματα Plat.)
2) крепкий, сильный(κύων Plat.; βραχίονες Theocr.)
3) плотный, массивный(κέρατα Arst.)
ἀνδριὰς χρύσεος σ. Her. — статуя из массивного золота4) перен. жесткий, суровый, неумолимый(ἔπεα Hom.)
κραδίη στερεωτέρη λίθοιο Hom. — сердце тверже камня;ἁμαρτήματα στερεά Soph. — жестокие ошибки5) веский, реальный6) мат. телесный, объемный(σχήματα Arst.)
στερεὰ γωνία Plat. — телесный угол7) мат. кубический(ἀριθμός Arst.)
-
2 στιβαρος
-
3 στικτος
3[adj. verb. к στίζω См. στιζω]1) покрытый порезами или уколами, исколотый(βραχίονες Anth.)
2) пятнистый, пестрый(θῆρες Soph.; νεβρίδες Eur.)
3) разбросанный в виде пятен(ὄμματα, sc. τοῦ Ἄργου Eur.)
-
4 υδατινος
3(ᾰ, ῠ, в Anth. ῡ)1) растущий у воды, водолюбивый(νάρκισσος Anth.)
2) прозрачный, сквозной, легкий(βράκη Theocr.)
3) гибкий(βραχίονες Anth.)
-
5 υφαιμος
21) налитый кровью(βραχίονες Dem.; ὀφθαλμοί Sext.)
ὕφαιμον βλέπειν Luc. — глядеть налившимися кровью глазами2) полнокровный Plat., Arst. -
6 φαινω
эп. тж. φᾰείνω (fut. φᾰνῶ и φᾱνῶ, aor. 1 ἔφηνα дор. ἔφανα, pf. πέφηνα; pass.: fut. φανήσομαι aor. 1 ἐφάνθην - эп. ἐφαάνθην, aor. 2 ἐφάνην с ᾰ, pf. πέφασμαι) тж. med.1) светить(ся)(ἐν τῇ σκοτίᾳ NT.; φ. τινί Hom., Arph.)
δεινώ οἱ ὄσσε φάανθεν Hom. — страшно сверкнули ее очи;ἐφαίνετο πῦρ Xen. — блеснул огонь2) (об огне, свете) добыватьἔιρηνα φῶς Soph. — (ударами камня о камень) я высек огонь
3) являть, показывать, обнаруживать(τί τινι Hom.)
φῆναι τέρας Hom. — дать знамения;ἐφάνη σῆμα Hom. — появилось знамение;ἐς τὸ φῶς φ. τι Soph. — извлекать что-л. на свет, выявлять, обнаруживать;νοήματα φ. Hom. — открывать (свои) мысли;ἀρετέν φαινέμεν Hom. — показывать (свою) доблесть;εὔνοιαν φαίνων Her. — доброжелательно;φ. ὀργάς Aesch. — давать волю гневу;φανεῖσα φάμα Παρνασοῦ Soph. — раздавшийся с Парнаса глас;σάλπιγξ γήρυμα φαινέτω στρατῷ Aesch. — пусть труба возвестит войску;φ. ἐπιβουλήν Xen. — раскрывать заговор;ἔφαινε τὸν ἐόντα λόγον Her. — он рассказал как было дело;φῆναι κακῶν ἔκλυσιν Eur. — положить конец невзгодам;τὰ φαινόμενα Polyb. — небесные явления (ср. 9);τὰ ἐκ τοῦ λόγου φαινόμενα Dem. — то, что вытекает из (данной) речи;οἴῳ φαινομένη Hom. — одному лишь (Ахиллу) видимая;φάνεν οἱ βραχίονες Hom. — у него обнажились руки;φάνητε τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι Xen. — покажите, что вы достойнее самих полководцев;πόθεν φαίνῃ ; Xen. — откуда ты?;οὖροι φαίνοντο Hom. — поднимались ветры;4) показывать, указыватьφ. τινὴ ὁδὸν νέεσθαι Hom. — указывать кому-л. обратный путь
5) доносить, разоблачать(τινὴ τοὺς δρῶντάς τι Soph.; τινὰ τοῖς πρυτάνεσι Arph.)
τὰ φανθέντα Dem. — имущество, указанное как подлежащее аресту6) ( о войсках у лакедемонян) посылатьφρουρὰ πεφασμένη ἐπί τινα Xen. — войска, двинутые против кого-л.
7) показывать в отражении, отражать(τὰ κύματα φαίνει τινά Theocr.)
8) чаще med. обнаруживаться с очевидностью, быть очевидным, (п)оказыватьсяτῶν ἡλίκων διαφέρων ἐφαίνετο Xen. — он явно отличился среди сверстников;
ἁπλοῦς τις λόγος καὴ φαινόμενος Polyb. — простая и ясная речь;ἐὰν ἐγὼ φαίνωμαι ἀδικεῖν Xen. — если оказалось бы, что я виноват9) med. казаться, представлятьсяμέ ὢν φαίνεσθαί τι Xen. — казаться чем-л., не будучи им (на деле);
πῶς ὔμμιν φαίνεται εἶναι ; Hom. — каким он вам кажется?;ὥς γ΄ ἐμοὴ φαίνεται Plat. — как мне кажется;( в ответах) φαίνεται Plat. — кажется, по-видимому;τὸ δι΄ ὄψεως φαινόμενον Plat. — зрительные образы;τὰ ἐμοὴ φαινόμενα Plat. — мои личные представления;οὐδαμοῦ ἂν φανῆναι Plat. — не производить никакого впечатления -
7 βραχίονας
ο1) плечо; рука; 2) предплечье (у животных); 3) ручка; рукоятка; 4) тех плечо (рычага); 5) рукав (ргки);§ βραχίονες της αγκύρας — лапы якоря
-
8 μυώδης
ης, ες мускулистый;μυώδεις βραχίονες — мускулистые руки
См. также в других словарях:
βραχίονες — βραχί̱ονες , βραχίων arm masc nom/voc pl βραχύς short masc/fem nom/voc comp pl (ionic) βραχί̱ονες , βραχύς short masc/fem nom/voc comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… … Dictionary of Greek
νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
άγκυρα — Προσάρτημα πλοίου και κάθε πλωτού μέσου, με δύο βραχίονες που καταλήγουν σε πτερύγια. Δένεται στη μια άκρη αλυσίδας ή σχοινιού και πιάνει στον βυθό, όπου αφήνεται να πέσει, συγκρατώντας έτσι το πλωτό μέσο, στο οποίο προσδένεται η άλλη άκρη της… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek
οφιουροειδή — Ομοταξία εχινοδέρμων με αστεροειδές σώμα. Διακρίνονται από τους θαλάσσιους αστερίες γιατί οι βραχίονές τους –συνήθως πέντε– είναι κυλινδρικοί, λεπτοί, πολύ ευκίνητοι και μερικές φορές αρκετά διακλαδισμένοι και διακρίνονται καθαρά από τον κεντρικό … Dictionary of Greek
αστεροειδή — (asteroidea). Ομοταξία στην oποία ανήκουν οι αστερίες, των οποίων το σώμα έχει τυπική μορφή αστέρα γενικά με πέντε βραχίονες που ξεκινούν από έναν κεντρικό δίσκο με ασαφή όρια (αυτός o δίσκος στην ομοταξία των οφιουροειδών είναι σαφής). Οι… … Dictionary of Greek