-
21 βοήθεια
1) péče2) pomoc3) pomocnice4) pomocník5) přispění6) výpomoc -
22 βοήθεια
1) aid2) help3) supportΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βοήθεια
-
23 παρα-βοήθεια
παρα-βοήθεια, ἡ, Hülfe, Beistand bei Etwas; ἔργων, Plat. Legg. VI, 778 a; Pol. 5, 66, 1 u. Sp.
-
24 συμ-βοήθεια
συμ-βοήθεια, ἡ, die Einem mit Andern geleistete Hülfe, Thuc. 2, 82 u. Sp.
-
25 ψευδο-βοήθεια
ψευδο-βοήθεια, ἡ, falsche, verstellte Hülfe, trügerischer Beistand; Xen. Hipparch. 5, 8; Polyaen. 3, 9,32.
-
26 ἐπι-βοήθεια
ἐπι-βοήθεια, ἡ, das zu Hülfe Kommen; Thuc. 3, 51; Xen. Cyr. 5, 4, 47 u. Sp.
-
27 ἐκ-βοήθεια
ἐκ-βοήθεια, ἡ, das Ausrücken, um Beistand zu leisten; der Ausfall Belagerter, Thuc. 3, 18; Arist. polit. 7, 5.
-
28 Λέγε πάντα την αλήθεια, να' χεις το Θεό βοήθεια
• Бог тому дает, кто правдой живетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Λέγε πάντα την αλήθεια, να' χεις το Θεό βοήθεια
-
29 Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου
• В первую очередь помощь Бога, во вторую – соседаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου
-
30 ξένη βοήθεια
cтранcка помошГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ξένη βοήθεια
-
31 imdat
βοήθεια -
32 medet
βοήθεια -
33 aide
βοήθεια -
34 pomocnice
βοήθεια -
35 přispění
βοήθεια -
36 βοηθείας
βοηθείᾱς, βοήθειαhelp: fem acc plβοηθείᾱς, βοήθειαhelp: fem gen sg (attic doric aeolic) -
37 βοήθει'
βοήθεια, βοήθειαhelp: fem nom /voc sgβοήθειαι, βοήθειαhelp: fem nom /voc pl -
38 βοηθείαι
βοηθείᾱͅ, βοήθειαhelp: fem dat sg (attic doric aeolic) -
39 βοηθείαιν
βοήθειαhelp: fem gen /dat dual -
40 βοηθείαις
βοήθειαhelp: fem dat pl
См. также в других словарях:
βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
βοήθεια — η 1. αρωγή, συνδρομή, ενίσχυση: Στις μέρες μας, η ανθρωπιστική βοήθεια είναι απαραίτητη. 2. η ελεημοσύνη ή η αρωγή σε είδος: Έδωσα μια μικρή βοήθεια στο ζητιάνο έξω από την εκκλησία. 3. ως επιφ.: Βοήθεια! τρέξτε να με σώσετε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)