-
1 βορεύς
-
2 ὠμο-βορεύς
ὠμο-βορεύς, ὁ, = ὠμοβόρος, Nic. Ther. 739.
См. также в других словарях:
βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… … Dictionary of Greek