-
61 αυλητέω
-
62 αὐλητέω
-
63 αυλητήν
-
64 αὐλητήν
-
65 αυλητήρ
-
66 αὐλητήρ
-
67 αυλήτην
αὐλέωplay on the flute: imperf ind act 3rd dual (doric aeolic)αὐλέωplay on the flute: imperf ind act 3rd dual (doric aeolic)αὐλήτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
68 αὐλήτην
αὐλέωplay on the flute: imperf ind act 3rd dual (doric aeolic)αὐλέωplay on the flute: imperf ind act 3rd dual (doric aeolic)αὐλήτηςmasc acc sg (attic epic ionic) -
69 ταυλητά
-
70 ταὐλητᾶ
-
71 aulio
-
72 flator
flātor, ōris, m. (flo), I) der Flötenbläser (tibicen, αυλητής), Paul. ex Fest. 89, 7. Gloss. II, 250, 54. – II) der Schmelzer, Gießer, aeris, argenti, auri, Pompon. dig. 1, 2, 2. § 30. -
73 tibicinator
tībīcinātor, ōris, m. (tibicino od. -or) = αυλητής, der Flötenbläser, Gloss. II, 250, 54.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > tibicinator
-
74 834
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 834
-
75 piper
noun (a person who plays a pipe or pipes, especially the bagpipes.) αυλητής -
76 Σακάδας
Σακάδας test., Paus., 9. 30. 2, ὁ δὲ Σακάδα τοῦ Ἀργείου τὸν ἀνδριάντα πλάσας οὐ συνιεὶς Πινδάρου τὸ ἐς αὐτὸν προοίμιον, ἐποίησεν οὐδὲν ἐς τὸ μῆκος τοῦ σώματος εἶναι τῶν αὐλῶν μείζονα τὸν αὐλητήν fr. 269. cf. [Plut.] de musica, § 8, p. 1134a, γέγονε δὲ καὶ Σακάδας Ἀργεῖος ποιητὴς μελῶν τε καὶ ἐλεγείων μεμελοποιημένων· ὁ δ' αὐτὸς καὶ αὐλητὴς (Wyttenbach: ποιητὴς codd.) ἀγαθὸς καὶ τὰ Πύθια τρὶς νενικηκὼς ἀναγέγραπται· τούτου καὶ Πίνδαρος μνημονεύει. -
77 свирельщик
-а α.αυλητής, σουραυλητής. -
78 αὐλείτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλείτης
-
79 αὐλητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλητήρ
-
80 αὐλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλίτης
См. также в других словарях:
αὑλητής — αὐλητής , αὐλητής flute player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητής — flute player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλήτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός … Dictionary of Greek
αυλητής — ο θηλ. ήτρια και ητρίδα αυτός που παίζει αυλό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλητέων — αὐλήτης masc gen pl (epic ionic) αὐλητής flute player masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλητῶν — αὐλήτης masc gen pl αὐλητής flute player masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τελένικος — Αυλητής από τη Σέριφο, πάμφτωχος. Ο κωμικός Κρατίνος τον ειρωνεύεται για το άτεχνο των αυλημάτων του. Από αυτόν προέρχεται η παροιμιώδης έκφραση τελενίκειος ηχώ, δηλαδή ήχος άδειων αγγείων … Dictionary of Greek
αὐληταῖν — αὐλητής flute player masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐληταῖς — αὐλητής flute player masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐληταί — αὐλητής flute player masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)