Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

(απο)μιμούμαι

См. также в других словарях:

  • μιμούμαι — (ΑΜ μιμοῡμαι, έομαι) [μίμος] 1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.) 2. (για ηθοποιό) υποδύομαι νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • καθολικίζω — μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. τής μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό] …   Dictionary of Greek

  • γαλλίζω — μιμούμαι τους Γάλλους, χρησιμοποιώ στο λόγο μου λέξεις ή φράσεις της γαλλικής γλώσσας: Μελετάει από μικρός τη γαλλική γλώσσα και συνήθως γαλλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • συμμιμούμαι — έομαι, Α [μιμοῡμαι] μιμούμαι από κοινού ή με άλλον …   Dictionary of Greek

  • παραγράφω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ακυρώνω το δικαίωμα αγωγής ή μήνυσης ή διαγράφω αδίκημα λόγω εκπνοής τής καθορισμένης από τον νόμο προθεσμίας 2. γράφω πολύ, επί μεγάλο χρονικό διάστημα, πέρα από τις δυνάμεις μου 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) παραγεγραμμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • βήμα — το 1. η κίνηση που χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος για να περπατήσει προβάλλοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο: Μην κάνεις βήμα. 2. ο ιδιαίτερος, ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο κάποιος βαδίζει: Σε γνώρισα από το βήμα σου. 3. η μικρή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίμηση — η (ΑΜ μίμησις) [μιμούμαι] 1. το να μιμείται κανείς κάποιον ή κάτι, απομίμηση, σε αντιδιαστολή προς την πρωτοτυπία («καὶ τυραννίδος μᾱλλον ἐφαίνετο μίμησις ἡ στρατηγία», Θουκ.) 2. το έργο που προέρχεται από απομίμηση, ομοίωμα («το έργο αυτό δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»