-
1 Τιρυνθίων
Τιρύνθιοςfem gen plΤιρύνθιοςmasc /neut gen pl -
2 ἀρχ-ηγέτης
ἀρχ-ηγέτης, ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνϑίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.
-
3 αρχηγετης
дор. ἀρχᾰγέτᾱς - ου ὅ1) основатель, родоначальник(δήμου Plat.; τοῦ γένους Isocr.)
2) первопричина, творец(τύχης Eur.)
3) предводитель, вождь(Τιρυνθίων Pind.; Πλαταιέων Plut.)
-
4 ἀρχαγέτας
1 founder of a colony Τλαπολέμῳ Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ sc. in the colonization of Rhodes O. 7.78 ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων (ὁ Ἀπόλλων ἔχρησεν οἰκίσαι τὴν Κυρήνην. Σ.) P. 5.60 ἀρχαγέτᾳ τε [Δ]άλου πίθετο i. e. Apollo fr. 140a. 58 (32). -
5 Τιρύνθιος
1 Tirynthianπρόσθε ποτὲ Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν μυχοῖς ἥμενον Ἄλιδος Μολίονες ὑπερφίαλοι O. 10.31
pro subs.,Τλαπολέμῳ Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ O. 7.78
( Τελαμών), τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε (sc. Ἡρακλέης)σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28
-
6 Τλαπόλεμος
Τλᾱπόλεμος of Tiryns, son of Herakles and Astydameia. ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπο̆ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον, Ἡρακλέος εὐρυσθενεῖ γέννᾳ (τοῖς Ῥοδίοις, ἀπὸ Τληπολέμου Ἡρακλείδαις οὖσιν· ἐπεὶ ὁ Τληπόλεμος φυγὼν ἐξ Ἄργους διὰ τὸν Λικυμνίου τοῦ μήτρωος φόνον ἀπῄει μετὰ νεῶν καὶ κατὰ χρησμὸν ᾤκισε Ῥόδον Σ.) O. 7.20 τόθι λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκᾰ Τλαπολέμῳ ἵσταται Τιρυνθίων ἀρχαγέτᾳ ὥσπερ θεῷ, μήλων τε κνισσάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (ἔστι δὲ αὐτοῦ ἱερὸν καὶ τάφος ἐν Ῥόδῳ· οἱ γὰρ συστρατευσάμενοι αὐτῷ διήγαγον τὰ ὀστᾶ ἀπὸ τῆς Ἰλίου εἰς τὴν Ῥόδον. τελεῖται δὲ καὶ ἀγὼν ἐπιτάφιος ἐν τῇ πόλει Τληπολέμου, κατὰ δὲ ἑτέρους ἱερὸς Ἡλίῳ Σ.) O. 7.77
См. также в других словарях:
Τιρυνθίων — Τιρύνθιος fem gen pl Τιρύνθιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)