Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(Τηλέμαχος

См. также в других словарях:

  • Τηλέμαχος — fighting from afar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέμαχος — fighting from afar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεμάχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… …   Dictionary of Greek

  • Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… …   Dictionary of Greek

  • Τηλέμαχος — ο γιος του ομηρικού Οδυσσέα και της Πηνελόπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλαβέρας, Τηλέμαχος — (Φιλιππούπολη 1926 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη λογοτεχνικής γραφής και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του. Ακόμα, είναι συνιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Πορεία (1955). Μεταξύ των δημοσιεύσεών του, αναφέρονται… …   Dictionary of Greek

  • Καράκαλος, Τηλέμαχος — (Αθήνα 1866 – 1951). Συνταγματάρχης του πυροβολικού και Ολυμπιονίκης. Στέφθηκε Ολυμπιονίκης της σπάθης στους πρώτους διεθνείς Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 1896. Έναν χρόνο αργότερα έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και το 1908 πήρε στο… …   Dictionary of Greek

  • Λεπενιώτης, Τηλέμαχος — (Κέρκυρα 1877 – Αθήνα 1945). Ηθοποιός του θεάτρου. Φοίτησε στη σχολή του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία 14 ετών. Το 1897 ανέλαβε τη διεύθυνση του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και το 1901 τον κάλεσε …   Dictionary of Greek

  • τηλεμάχοιο — τηλέμαχος fighting from afar masc/fem/neut gen sg (epic) τηλεμάχος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεμάχον — τηλεμάχος masc/fem acc sg τηλεμάχος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλεμάχου — τηλέμαχος fighting from afar masc/fem/neut gen sg τηλεμάχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»