-
1 Τηλεμαχος
-
2 τηλεμαχος
-
3 αεξω
1) увеличивать, усиливать, расширятьμένος μέγα οἶνος ἀέξει Hom. — вино укрепляет силы;
θυμόν τινος ἀ. Hom. — поднимать чей-л. дух;μέγα πένθος ἐνὴ στήθεσσιν ἀ. Hom. — предаваться великой скорби;κῦμα ἀέξετο Hom. — волна вздулась;χόλος ἀέξεται ἠύτε καπνός Hom. — гнев поднимается словно дым;ἀέξετο ἦμαρ Hom. — день разгорался;βούταν φόνον ἀ. Eur. — приносить в жертву множество быков;τὰν (ἀγγελίαν) ὅ πολὺς μῦθος ἀέξει Soph. — широкая молва раздувает эту весть2) растить, выращивать(υἱόν Hom.)
Τηλέμαχος ἀέξετο Hom. — Телемах подрастал;ὄμβρος ἀέξι Hom. — дождь взращивает (урожай), ἀ. ἔργον τινί Hom. приумножать чьё-л. благополучие;τόδ΄ ἔργον ἀέξεται ἐμοί Hom. — этот мой труд приносит плоды;ἐμὸν κέρδος ἀέξεται τόδε Aesch. — в этом - моя удача3) возвеличивать, возвышать(τινά, πόλιν Pind.)
τὸ πλῆθος ἀ. Her. — призвать народные массы к власти -
4 δαιφρων
- ονος adj.1) мужественный, храбрый(Ἀγαμέμνων Hom.)
2) рассудительный, (благо)разумный(Τηλέμαχος, ἄλοχος Hom.; Ἀλκμήνα Pind.)
3) умелый, искусный(Πόλυβος Hom.; Ἰόλαος Hes.)
-
5 ηγεμονευω
(дор. impf. ἁγεμόνευον)1) идти впереди (кого-л.), быть провожатым, вестиΤηλέμαχος πρόσθεν ἡγεμόνευεν Hom. — Телемах шел впереди (Эвриклеи);
υἱάσι καὴ γαμβροῖσιν ἡγεμόνευε Νέστωρ ἑὰ πρὸς δώματα Hom. — сыновей и зятьев повел Нестор в свой дом2) ( о провожатом) указывать(ὁδόν τινι Hom.)
ὕδατι ῥόον ἡ. Hom. — отводить воду3) предводительствовать, быть во главе, командовать(Τρωσί, Λοκρῶν Hom.)
κατὰ θάλασσαν ἡ. Her. — командовать на море, т.е. командовать флотом;τοῦ πεζοῦ ἡ. Her. — командовать сухопутными силами;ἡγεμόνων ἡ. Xen. — начальствовать над начальниками, т.е. быть первым из первых4) править, управлять(ἐν τῇ πόλει Plat.; τῆς Συρίας NT.)
ἡ. τῆς σκέψεως Plat. — руководить обсуждением;ἡγεμονεύεσθαι ὑπό τινος Thuc. — подчиняться кому-л.;ἡ. ἐπιθυμίας (gen.) Plat. — управлять (своими) страстями -
6 θαλαμος
(θᾰ) ὅ1) (отдельная) комната, (внутренний) покойΤηλέμαχος ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον Hom. — Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату;
ἀκόντια καὴ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. — перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские)2) брачный покой Pind., Eur.3) опочивальня, спальня4) (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая(θ., ἔνθ΄ ἔσαν οἱ πέπλοι Hom.)
θ., ὅθι νητὸς χρυσὸς καὴ χαλκὸς ἔκειτο, ἐσθής τ΄ ἐν χηλοῖσιν Hom. — кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках5) дом, зданиеθάλαμον γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. — оставив (родной) дом и братьев;
οἱ βασιλικοὴ θάλαμοι Eur. — царские чертоги, дворец6) жилище, местопребываниеθάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. — подземное царство;
μέγας θ. Ἀμφιτρίτας Soph. — обширная обитель Амфитриты, т.е. море;θ. ἀρνῶν Eur. — овчарня;ὅ κηροπαγές θ. Anth. — восковая обитель, т.е. пчелиный улей Anth.; ὅ παγκοίτας θ. Soph. — всеуспокаивающее жилище, т.е. могила7) святилище(θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.)
-
7 κακοξενος
2(эп. compar. κακοξεινώτερος)1) несчастливый в своих гостях, навещаемый плохими гостями(Τηλέμαχος Hom.)
2) неприветливый к гостям, негостеприимный(δόμοι Eur.)
-
8 πολυμυθος
См. также в других словарях:
Τηλέμαχος — fighting from afar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλέμαχος — fighting from afar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεμάχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… … Dictionary of Greek
Τηλέμαχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… … Dictionary of Greek
Τηλέμαχος — ο γιος του ομηρικού Οδυσσέα και της Πηνελόπης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλαβέρας, Τηλέμαχος — (Φιλιππούπολη 1926 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε σχεδόν με όλα τα είδη λογοτεχνικής γραφής και βραβεύτηκε επανειλημμένα για το έργο του. Ακόμα, είναι συνιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Πορεία (1955). Μεταξύ των δημοσιεύσεών του, αναφέρονται… … Dictionary of Greek
Καράκαλος, Τηλέμαχος — (Αθήνα 1866 – 1951). Συνταγματάρχης του πυροβολικού και Ολυμπιονίκης. Στέφθηκε Ολυμπιονίκης της σπάθης στους πρώτους διεθνείς Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 1896. Έναν χρόνο αργότερα έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και το 1908 πήρε στο… … Dictionary of Greek
Λεπενιώτης, Τηλέμαχος — (Κέρκυρα 1877 – Αθήνα 1945). Ηθοποιός του θεάτρου. Φοίτησε στη σχολή του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία 14 ετών. Το 1897 ανέλαβε τη διεύθυνση του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και το 1901 τον κάλεσε … Dictionary of Greek
τηλεμάχοιο — τηλέμαχος fighting from afar masc/fem/neut gen sg (epic) τηλεμάχος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεμάχον — τηλεμάχος masc/fem acc sg τηλεμάχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεμάχου — τηλέμαχος fighting from afar masc/fem/neut gen sg τηλεμάχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)