-
1 συμπληγάδας
συμπληγάςstriking: fem acc pl -
2 ξυμπληγάδας
συμπληγάδας, συμπληγάςstriking: fem acc pl -
3 διαπετομαι
(aor. 2 διέπτην - med. διεπτόμην и διεπτάμην)1) перелетать, пролетать, проноситься(κραιπνῶς διέπτατο Ἶρις, ὀϊστός - in tmesi Hom.; αἱ μέλισσαι διαπετόμεναι λειμῶνας Plut.)
2) пролетать сквозь, миновать(Συμπληγάδας Eur.; διὰ τῆς πόλεως Arph.)
3) прилетать, быстро прибывать4) пронзать, поражать(τὸ βέλος διέπτατό τινος Eur.)
5) улетать, уноситься, aor. умчаться ( о времени)(ὥσπερ καπνός Plat.; ὅ χρόνος διέπτατο Eur.)
См. также в других словарях:
συμπληγάδας — συμπληγάς striking fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπληγάδας — συμπληγάδας , συμπληγάς striking fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SYMPLEGADES — quae et Cyaneae, hodie le Pavonare, insul. duae, sive potius scopuli, trans Bosporum Thracium, in ipso Ponti Euxini ostio, mille quingentis passibus ab Europa distantes; tam modicô autem inter se discretae intervallô, ut ex adverso quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
Συμπληγάδες — οι / Συμπληγάδες, αἱ, ΝΜΑ, και στον εν. συμπληγάς, άδος Α (με ή χωρίς τη λ. πέτρες, πέτραι) δύο ψηλοί κάθετοι και απότομοι σκόπελοι που δημιουργούσαν ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι οποίοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, άλλοτε προσέγγιζαν ο… … Dictionary of Greek