Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Σικελική

См. также в других словарях:

  • Σικελικῇ — Σικελικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελική — Σικελικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικελική σχολή — Η πρώτη χρονολογικά ποιητική σχολή της ιταλικής λογοτεχνίας. Άνθησε το 13o αι. στην αυλή του αυτοκράτορα Φρειδερίκου του B’ και κατόπιν, του Μανφρέντι. Η σχολή είχε πολλούς οπαδούς στην Τοσκάνη, όπου ανέδειξε αρκετούς ποιητές, με κυριότερο τον… …   Dictionary of Greek

  • σαύρα — Γένος σαυροειδών της οικογένειας των Σαυριδών, της τάξης των φολιδωτών. Ανάλογα με τα είδη οι σ. έχουν συνολικό μήκος από 12 ως 60 περίπου εκ.· το σώμα τους καλύπτεται στη ράχη από κεραμιδοειδείς φολίδες ή κόκκους, ενώ στο κεφάλι και στην κοιλιά… …   Dictionary of Greek

  • Аппиан — (Александрийский) Ἀππιανός (Ἀλεξανδρεύς) Дата рождения: ок. 95 Место рождения: Александрия Дата смерти: после 170 Страна …   Википедия

  • ONOBALA — amnis siciliae, de quo sic Vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 28. Prope Tauromenium, inquit, est amnis Tauromenius. quem Appianus appellat Onobalem: Παρέπλει, inquit, τὸν ποταμὸν τὸν Ὀνοβάλαν, καὶ τὸ ἱερὸν τὸ Ἀφροδίσιον, καὶ ὡρμτσατο εἰσ τὴν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Καταγέλα — Καταγέλα, ἡ (Α) κωμική ονομασία υποτιθέμενης πόλης σε λογοπαίγνιο για τη σικελική πόλη Γέλα («τοὺς δ ἐν Καμαρίνῃ κἀν Γέλᾳ κἀν Καταγέλᾳ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τοπωνύμιο Γέλα] …   Dictionary of Greek

  • άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αλλάς — ἀλλᾶς ( ᾶντος), ο (Α) 1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι 2. πληθ. οι αλλάντες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»