-
1 Πηδασος
-
2 Πήδασος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πήδασος
-
3 Πήδασος
Πήδασοςmasc nom sg -
4 Πηδάσοις
Πήδασοςmasc dat pl -
5 Πηδάσοισι
Πήδασοςmasc dat pl (epic ionic aeolic) -
6 Πηδάσου
Πήδασοςmasc gen sg -
7 Πηδάσων
Πήδασοςmasc gen pl -
8 Πήδασον
Πήδασοςmasc acc sg -
9 αιπηεις
-
10 Πηδασεες
οἱ педасцы, жители города Πήδασος Her. -
11 Πηδάσω
-
12 Πηδάσῳ
См. также в других словарях:
Πήδασος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πήδασος — I Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη των Λελέγων στην Τροία, που βρισκόταν κοντά στο μικρό ποταμό Σατνιόεντο, και ήταν πρωτεύουσα του βασιλιά των Λελέγων Άλτη. 2. Μια από τις επτά πόλεις της Μεσσηνίας, στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, που ο… … Dictionary of Greek
Πηδάσοις — Πήδασος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηδάσοισι — Πήδασος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηδάσου — Πήδασος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηδάσων — Πήδασος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηδάσῳ — Πήδασος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πήδασον — Πήδασος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek
ПЕДАС — • Pedăsus, Πήδασος, 1. город Мисии на Сатниоенте. Ноm. Il. 6, 34. 20, 92. 21, 87. Strab. 13, 605; 2. город в Мессении (Ноm. Il. 9, 152), позднейшая Мефона … Реальный словарь классических древностей
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek