-
1 Πηνελοπεια
дор. Πηνελόπᾱ, ᾱς ἥ Пенелопа (дочь Икария и Перибеи, жена Одиссея) Hom., Her., Arph. -
2 Πηνελοπα
-
3 Πηνελοπη
ἡ Anth. = Πηνελόπεια См. Πηνελοπεια -
4 εχεφρων
-
5 μεγαρον
τό1) (главный) зал(μ. πλεῖον δαιτυμόνων Hom.)
2) тж. pl. женский покой(ἱστὸν ἐνὴ μεγάροισιν ὕφαινεν, sc. Πηνελόπεια Hom.)
3) спальня(εὕδειν ἐν μεγάρῳ Hom.)
4) преимущ. pl. дом, дворец, палаты5) прорицалище храма(ἐν Δελφοῖσι Her.)
6) тж. pl. святилище, внутренность храма Her. -
6 περιφρων
2, gen. ονος1) рассудительный, разумный(Πηνελόπεια Hom.; Ἥφαιστος HH.)
2) высокомерный, надменный(Aesch. - v. l. φυσίφρων)
3) презирающий(κόσμοιο π. Anth.)
-
7 πολυμνηστη
См. также в других словарях:
Πηνελόπεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελοπείης — Πηνελόπεια fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελοπείῃ — Πηνελόπεια fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελόπαις — Πηνελόπεια fem dat pl Πηνελόπη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελόπειαν — Πηνελόπεια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελόπη — Πηνελόπεια fem nom/voc sg (attic epic ionic) Πηνελόπη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελόπην — Πηνελόπεια fem acc sg (attic epic ionic) Πηνελόπη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελόπης — Πηνελόπεια fem gen sg (attic epic ionic) Πηνελόπη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πηνελόπῃ — Πηνελόπεια fem dat sg (attic epic ionic) Πηνελόπη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pénélope — Pour les articles homonymes, voir Pénélope (homonymie). Ulysse déguisé en mendiant cherche à se faire reconnaître de Pénélope, relief en terre cuite de Milo, v. … Wikipédia en Français
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek