-
1 βομβος
ὅ1) глухой шум, гудение Plat., Arst.2) гул, грохот Epicur. ap. Diog.L.3) пение(Μελπομένης Anth.)
См. также в других словарях:
Μελπομένης — Μελπομένη the Songstress fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελπομένης — μέλπω celebrate with song and dance pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελπομένῃς — Μελπομένη the Songstress fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελπομένῃς — μέλπω celebrate with song and dance pres part mp fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίγεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν Σειρήνα, κόρη του Αχελώου και της Τερψιχόρης ή της Μελπομένης … Dictionary of Greek
Τσέχοφ, Άντον Πάβλοβιτς — (Τανγκανρόγκ 1860 – Μπαντενβάιλερ, Γερμανία 1904). Ρώσος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος μικρεμπόρου και εγγονός πρώην δουλοπάροικου, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο της γενέτειράς του.… … Dictionary of Greek