Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(Λήδας

См. также в других словарях:

  • Λήδας — Λήδᾱς , Λήδη fem acc pl Λήδᾱς , Λήδη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …   Dictionary of Greek

  • CASTOR — I. CASTOR Cursor velocissimus. Pausan l. 3. II. CASTOR Historicus Rhodius, floruit sub Iulii Caesatis principatu, quem aliqui Galatam vocârunt, quia in Galatiâ vixerit. Putat Vossius, hunc eundem esse cum eo, cuius meminit Plin. loc. cit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δυσελένα — Δυσελένα, η (Α) η Ελένη που προκάλεσε δυστυχία («Λήδας σκύμνου δυσελένας», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • Λήδα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας, Θέστιου, και σύζυγος του Τυνδάρεω, βασιλιά της Σπάρτης. Ο Δίας ενώθηκε μαζί της με τη μορφή κύκνου και η Λ. γέννησε ένα αβγό, απ’ όπου προήλθαν οι Διοσκούροι… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Τυνδάρεος — και αττ. τ. Τυνδάρεως, εω, και έου και εος, ο, ΝΑ 1. μυθ. γιος τού Οιβάλλου και τής Γοργοφόνης ή τής Βάτειας, αδελφός τού Ικαρίου, τού Ιπποκόωντος, τού Αφαρέως, τού Λευκίππου και τής Αρήνης, θνητός σύζυγος τής Λήδας και πατέρας τής Ελένης, τής… …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • καστόρειος — καστόρειος, ον (Α) [Κάστωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο τού Διός και τής Λήδας, αδελφό τού Πολυδεύκη 2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που τό έψαλλαν με συνοδεία αυλού για …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόγονος — ὀρνιθόγονος, ον (Α) (ποιητ., ως προσωνυμία τής Ελένης, κόρης τής Λήδας και τού κύκνου) αυτός που γεννήθηκε από γονική σπορά πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + γονος (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»