-
1 νεικεω
эп. тж. νεικείω (fut. νεικέσω, aor. ἐνείκεσα - эп. νείκεσα)1) ссориться, браниться(τινι, εἵνεκά τινος Hom.)
νείκεα ν. ἀλλήλοισιν Hom. — осыпать друг друга бранью2) бранить, порицать(τινα и τινα μύθῳ Hom.)
3) обвинять(Θεμιστοκλέα Her.)
-
2 ξυνεκπιπτω
1) вместе выпадать, падать вниз(διὰ τῶν πόρων Plut.)
ἀστραπαὴ συνεξέπιπτον Plut. — сверкали молнии2) ( о жребии) одновременно выпадать3) отпадать, отрываться(ἐκ τῶν ῥιζῶν Plat.)
4) одновременно терпеть провал Luc.5) вместе появляться, одновременно возникать6) совпадать, сходиться, соглашатьсяοἱ πολλοὴ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες Her. — большинство высказалось за выбор Фемистокла7) вместе устремляться, прорываться, врываться8) вместе быть в изгнании(τινί Plut.)
9) вместе пропадать, исчезать(τινί Plut., Luc.)
-
3 συνεκπιπτω
1) вместе выпадать, падать вниз(διὰ τῶν πόρων Plut.)
ἀστραπαὴ συνεξέπιπτον Plut. — сверкали молнии2) ( о жребии) одновременно выпадать3) отпадать, отрываться(ἐκ τῶν ῥιζῶν Plat.)
4) одновременно терпеть провал Luc.5) вместе появляться, одновременно возникать6) совпадать, сходиться, соглашатьсяοἱ πολλοὴ συνεξέπιπτον Θεμιστοκλέα κρίνοντες Her. — большинство высказалось за выбор Фемистокла7) вместе устремляться, прорываться, врываться8) вместе быть в изгнании(τινί Plut.)
9) вместе пропадать, исчезать(τινί Plut., Luc.)
См. также в других словарях:
Θεμιστοκλέα — Θεμιστοκλέης masc acc sg (epic ionic) Θεμιστοκλέᾱ , Θεμιστοκλέης masc acc sg (attic) Θεμιστοκλέᾱ , Θεμιστοκλῆς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
υπερθεμιστοκλής — ὁ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ ὑπὲρ Θεμιστοκλέα τῇ σοφία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Θεμιστοκλῆς] … Dictionary of Greek