-
1 διαβαινω
(fut. διαβήσομαι, aor. 2 διέβην, pf. διαβέβηκα)1) широко расставлять ноги(ἐκκλίνειν καὴ διαβεβηκέναι Arst.; κολοσσοὴ διαβεβηκότες Plut.)
εὦ διαβάς Hom. — прочно упершись (в землю) расставленными ногами;2) переходить(τάφρον Hom.; ἐπὴ κλίνην ἀπὸ κλίνης Plut.; перен. διαβῆναι ἐξ ἄλλου γένους εἰς ἄλλο Arst.)
3) пересекать, переплывать(ποταμόν Her., Xen., Plut. и διὰ ποταμοῦ Xen.; τὸν Εὐρώταν Plut.)
4) переправляться, переезжать(ἐς Ἤλιδα διαβήμεναι Hom.; ἄνευ γεφυρῶν Xen.; εἰς τέν νῆσον Arst.; εἰς Ἀσίαν ἐξ Εὐρώπης Plut.; πρὸς τὸ τῆς Ἄγρας, sc. ἱερόν Plat.)
5) обращаться(τῷ λόγῳ ἔς τινα Her.)
6) превосходить, превышать(τῇ δυνάμει τοῦ λόγου Plut.)
-
2 επαρχω
1) властвовать, управлять(χώρας τινός Xen., Plut.; τῆς Εὐρώπης Isocr.; редко τινί Anth.)
ὅσων ἐπῆρχον Plat. — (области), на которые распространялась его власть2) med. культ. приступать к возлиянию3) med. культ. подносить, приносить, подавать -
3 πεδον
τό (только sing.)1) почва, земля(ῥίπτειν πέδῳ Eur.)
χθονὸς τηλουρὸν π. Aesch. — отдаленная часть земли2) равнинаΛοξίου π. Aesch. — равнина Аполлона Локсия и Κρισαῖον π. Soph. Крисейская равнина, т.е. равнина Дельф
3) страна, область, край(Εὐρώπης Aesch.; Λήμνου Soph.)
-
4 τερμα
- ατος τό2) отметка, знак Hom.3) исход, результатτ. δ΄ ἀμηχανῶ Aesch. — недоумеваю, каков будет исход
4) конец, край, предел(τὰ τέρματα τῆς Εὐρώπης Her.)
τ. θανάτου Eur. — смертный конец;τ. τοῦ βίου Soph. — жизненный предел, кончина;γήρως ἐσχάτοις πρὸς τέρμασιν Eur. — в самой глубокой старости;τέρματα ὥρας Arph. — конец юности5) высшая степень, верхτ. ὑγιείας Aesch. — цветущее здоровье
6) осуществление, исполнениеτ. τῆς σωτηρίας Soph. — оказание помощи;
ἀγχόνης τέρματα Aesch. — повешение7) верховенство, высшая власть(ἁπάντων τ. ἔχειν Aesch.)
8) награда, приз(τ. ἀέθλων Pind.)
-
5 Φοινικογενης
См. также в других словарях:
Εὐρώπης — Εὐρώπη Europa fem gen sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Συμβούλιο της Ευρώπης — Διεθνής οργανισμός, ο οποίος αποβλέπει στη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών, που αποτελούν κοινό κτήμα των Μελών του. Βλ. λ. Ευρώπης, Συμβούλιο της … Dictionary of Greek
Ιταλίας, Ιερά Μητρόπολη και Εξαρχία Νότιας Ευρώπης — Μητρόπολη με έδρα τη Βενετία, όπου υπάρχει κοινότητα ορθοδόξων Ελλήνων από το 1498. Ιδρύθηκε το 1991 με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο και αναγνωρίστηκε από το ιταλικό κράτος ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με προεδρικό διάταγμα στις 16… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek