-
1 αγριωπος
-
2 λαιμοτομεω
1) перерезывать горло(λ. ἑαυτόν Plut.)
2) отрубать голову -
3 λιθουργεω
-
4 φυη
I.дор. φυά (ᾱ) ἥ1) фигура, стан, осанка, наружность(εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ΄ ἐΐσκειν τινί Hom.)
2) лицо, голова(Γοργόνος Eur.)
3) красивая наружность, красотаοὔτε φυῆς ἐπιδευέες, οὔτε νόοιο Theocr. — не лишенные ни красоты, ни ума
4) природные свойства, характер Pind.εὐάνθεμος φ. Pind. — расцвет сил
II.(= φυίη) 3 л. sing. aor. 2 opt. к φύω См. φυω
См. также в других словарях:
Γοργόνος — Γοργώ the Gorgon fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γόργονος — Γόργων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SERIPHUS — insul. maris Aegaei, una Cycladum, inter Siphuum et Theram, quam Aristophavis Scholiastes in Acharnanes dicit esse νῆσον ἐυτελεςτατην, h. e. insulam vilissimam; Senec. ad Helviam, c. 6. desertam et asperrimam. Deserta, inquit, loca, et asperrimas … Hofmann J. Lexicon universale
λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… … Dictionary of Greek