Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(Γοργόνος

См. также в других словарях:

  • Γοργόνος — Γοργώ the Gorgon fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόργονος — Γόργων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SERIPHUS — insul. maris Aegaei, una Cycladum, inter Siphuum et Theram, quam Aristophavis Scholiastes in Acharnanes dicit esse νῆσον ἐυτελεςτατην, h. e. insulam vilissimam; Senec. ad Helviam, c. 6. desertam et asperrimam. Deserta, inquit, loca, et asperrimas …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαιμότμητος — λαιμότμητος, ον (Α) 1. (για κεφάλι) κομμένος από τον λαιμό («οὐ γὰρ τὸ λαιμότμητον εἰσορᾷς κάρα Γοργόνος», Ευρ.) 2. αυτός που συσφίγγει τον λαιμό, αυτός που πνίγει («ὡς ἐκρεμάσθην λαιμότμητα ἄχη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τμητός (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»