-
1 'μπολαίε
-
2 'μπολαῖε
См. также в других словарях:
'μπολαῖε — ἐμπολαῖε , ἐμπολαῖος of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπολαίος — ἐμπολαῑος, α, ον (AM) (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή τό προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ μπολαῑε», Αριστοφ. β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.) … Dictionary of Greek