-
1 именовать
ονομάζω-ся ονομάζομαι, λέγομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > именовать
-
2 звать
звать 1) καλώ, φωνάζω' вас зовут σας καλούν, σας φωνάζουν 2) (называть) ονομάζω как вас зовут? πώς σας λένε; меня зовут... με λένε... 3) (приглашать) καλώ, προσκαλώ* * *1) καλώ, φωνάζωвас зову́т — σας καλούν, σας φωνάζουν
2) ( называть) ονομάζωкак вас зову́т? — πώς σας λένε
меня́ зову́т... — με λένε...
3) ( приглашать) καλώ, προσκαλώ -
3 назвать
-
4 называть
называть Iнесов1. (давать имя) ὁνομάζω, καλώ / βαφτίζω (при крещении)·2. (характеризовать) χαρακτηρίζω·3. (произносить название) ὁνομάζω:\называть имена φωνάζω τά ὁνόματα· ◊ \называть вещи своими именами λέγω τά σῦκα σῦκα καί τή σκάφη σκάφη· так \называтьемый ὁ λεγόμενος.называть IIнесов (приглашать) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω (πολλούς). -
5 наречь
-еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. нарк, -екла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-реченный, βρ: -чен, -чена, -чено κ. нареченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. ονοματίζω, ονομάζω, δίνω (βγάζω) όνομα•это имя -ли при крещении αυτό το όνομα το έβγαλαν στη βάφτιση.
2. παλ. διορίζω, εγκαθιστώ, ονομάζω.ονομάζομαι. -
6 присвоить
-ою -оишь ρ.σ.μ.1. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι αντιποιούμαι•присвоить чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα (ή περιουσία)•
присвоить чуяую мысль ιδιοποιούμαι τη γνώμη άλλου•
присвоить себе власть αντιποιούμαι της αρχής•
присвоить находку σφετερίζομαι εύρημα.
2. απονέμω, ονομάζω• παρέχω•присвоить звание майора ονομάζω ταγματάρχη ή απονέμω το βαθμό του ταγματάρχη•
закон -ил большие преимущества этой должности ο νόμος έδοσε (παρέσχε) πολλά προνόμια σ αυτό το αξίωμα.
ρ.δ. παλ. βλ. присвоить.ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι σφετερίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
7 титуловать
-луга, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. титулованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.1. ονομάζω κάποιον με τον τίτλο του.2. τιτλοφορώ, ονομάζω•он -лует себя революционером αυτός τιτλοφορεί τον εαυτό του επαναστάτη.
τιτλοφορούμαι, ονομάζομαι. -
8 величать
величатьнесов (называть) уст. προσ-αγορεύω, ὁνομάζω. -
9 именовать
имен||оватьнесов ὁνομάζω, ἀποκαλώ, κατονομάζω. -
10 имя
имяс1. τό ὀνομα:давать \имя ὁνομάζω, δινω ὀνομα· звать кого-л. по имени καλω κάποιον μέ τό μικρό του ὀνομα· йь под чужи́м именем ζῶ μέ ψεύτικο ονομα·2. (известность, репутация) τό ονομα, ἡ φήμη:доброе \имя τό ἀγαθό ονομα, ἡ καλή φήμή создавать себе \имя δημιουργώ καλή φήμη στον ἐαυτό μου· человек с именем ἀνθρωπος μέ φήμή3. грам. τό ὀνομα:\имя существительное ὀνομα οὐσιαστικό· \имя собственное κύριο ὀνομα· ◊ от имени кого-л. ἐξ ὁνόματος κάποιου· на чье-л, \имя στό ὀνομα κάποιου· во \имя чего-л. ἐν ὁνόματι...· именем закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· библиотека имени Ленина ἡ βιβλιοθήκη Λένιν называть вещи своими именами λέω τά σύκα σύκα καί τή σκάφη σκάφη. -
11 озаглавить
озаглавитьсов, озаглавливать несов τιτλοφορώ, ἐπιγράφω, ὁνομάζω. -
12 поименовать
поименоватьсов ὁνομάζω, μνημονεύω, ἀναφέρω. -
13 именовать
[ιμιναβάτ'] ρ. ονομάζω -
14 называть
[ναζυβάτ'] ρ. ονομάζω -
15 озаглавливать
[αζαγκλάβλιβατ'] ρ. ονομάζω -
16 именовать
[ιμιναβάτ'] ρ ονομάζω -
17 называть
[ναζυβάτ'] ρ ονομάζω -
18 озаглавливать
[αζαγκλάβλιβατ'] ρ ονομάζω -
19 величать
ρ.δ.μ.1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.
2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι. -
20 звать
зову, зовшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, званоρ.δ.μ.1. καλώ, φωνάζω•-на помощь καλώ σε βοήθεια.
|| προσκαλώ•звать к себе в гости προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φιλοξενούμενο•
звать на свадьбу καλώ στο γάμο.
2. ονομάζω, ονοματίζω•его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη.
|| απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε;•меня зовут александр με λένε Αλέξανδρο.
ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀνομάζω — speak of by name pres subj act 1st sg ὀνομάζω speak of by name pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομάζω — ονομάζω, ονόμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς … Dictionary of Greek
ονομάζω — ονόμασα, ονομάστηκα, ονομασμένος 1. δίνω όνομα σε κάποιον, ονοματίζω: Το παιδί το ονόμασα Γιώργο. 2. καλώ κάποιον με τ όνομά του, προσφωνώ, κατονομάζω. 3. χαρακτηρίζω: Τον ονόμασαν κλέφτη στο χωριό. 4. δίνω τίτλο σε κάποιον, διορίζω: Σήμερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνομάζετον — ὀνομάζω speak of by name pres imperat act 2nd dual ὀνομάζω speak of by name pres ind act 3rd dual ὀνομάζω speak of by name pres ind act 2nd dual ὀνομάζω speak of by name imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠνομάσθην — ὀνομάζω speak of by name plup ind mp 3rd dual ὀνομάζω speak of by name aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὀνομάζω speak of by name aor ind pass 1st sg ὀνομάζω speak of by name plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομάζεσθε — ὀνομάζω speak of by name pres imperat mp 2nd pl ὀνομάζω speak of by name pres ind mp 2nd pl ὀνομάζω speak of by name imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομάζετε — ὀνομάζω speak of by name pres imperat act 2nd pl ὀνομάζω speak of by name pres ind act 2nd pl ὀνομάζω speak of by name imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομάζῃ — ὀνομάζω speak of by name pres subj mp 2nd sg ὀνομάζω speak of by name pres ind mp 2nd sg ὀνομάζω speak of by name pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομάσει — ὀνομάζω speak of by name aor subj act 3rd sg (epic) ὀνομάζω speak of by name fut ind mid 2nd sg ὀνομάζω speak of by name fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομάσουσι — ὀνομάζω speak of by name aor subj act 3rd pl (epic) ὀνομάζω speak of by name fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀνομάζω speak of by name fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)