Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ονομάζομαι

  • 1 назваться

    ονομάζομαι, λέγομαι

    Русско-греческий словарь > назваться

  • 2 называться

    ονομάζομαι, λέγομαι

    как называ́тьсяется э́та пло́щадь? — πώς ονομάζεται αυτή η πλατεία

    ••

    так называ́тьсяемый — ο λεγόμενος…

    Русско-греческий словарь > называться

  • 3 называться

    называться I
    несов ὁνομάζομαι, κα-λοῦμαι, λέγομαι:
    \называться инженером ὁνομάζομαι μηχανικός.
    называться II
    несов (напрашиваться) разг κάνω νά μέ προσκαλέσουν.

    Русско-новогреческий словарь > называться

  • 4 именовать

    ονομάζω
    -ся ονομάζομαι, λέγομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > именовать

  • 5 назвать

    назвать ονομάζω, αποκαλώ \назваться ονομάζομαι, λέγομαι
    * * *
    ονομάζω, αποκαλώ

    Русско-греческий словарь > назвать

  • 6 зваться

    зваться
    несов ὁνομάζομαι, λέγομαι.

    Русско-новогреческий словарь > зваться

  • 7 именоваться

    имен||оваться
    ὁνομάζομαι, λέγομαι, καλοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > именоваться

  • 8 зваться

    [ζβάτσα] ρ. ονομάζομαι

    Русско-греческий новый словарь > зваться

  • 9 называться

    [ναζυβάτ’σα] ρ. ονομάζομαι

    Русско-греческий новый словарь > называться

  • 10 зваться

    [ζβάτσα] ρ ονομάζομαι

    Русско-эллинский словарь > зваться

  • 11 называться

    [ναζυβάτ’σα] ρ ονομάζομαι

    Русско-эллинский словарь > называться

  • 12 величать

    ρ.δ.μ.
    1. ονομάζω, αποκαλώ, προσαγορεύω μέγαν, μεγάλον ή με τιμητική προσηγορία•

    его -ли Гомером и Вергилием τον αποκαλούσαν Όμηρο και Βιργίλιο.

    2. τραγουδώ προς τιμήν κάποιου.
    3. εκκλσ. παλ. δοξολογώ, υμνώ.
    1. ονομάζομαι, αποκαλούμαι μέγας ή με τιμητική ονομασία.
    2. δοξολογούμαι, υμνούμαι.
    3. (απλ.) καλούμαι, φωνάζομαι με το πατρώνυμο.
    4.•περηφανεύομαι, καυχιέμαι, επαίρομαι.

    Большой русско-греческий словарь > величать

  • 13 звать

    зову, зовшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, звано
    ρ.δ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω•

    -на помощь καλώ σε βοήθεια.

    || προσκαλώ•

    звать к себе в гости προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φιλοξενούμενο•

    звать на свадьбу καλώ στο γάμο.

    2. ονομάζω, ονοματίζω•

    его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη.

    || απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε;•

    меня зовут александр με λένε Αλέξανδρο.

    ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > звать

  • 14 именовать

    ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. именованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. ονομάζω, αποκαλώ, λέγω, ονοματίζω, βγάζω το όνομα•

    те, которых -нуют философами αυτοί, τους οποίους τους λένε φιλόσοφους.

    ονομάζομαι, αποκαλούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > именовать

  • 15 имя

    имени, πλθ. имена, имен, именам ουδ.
    1. όνομα•

    по имени Пётр ονομάζομαι Πρτρος•

    знать кого по имени ξέρω κάποιον ονομαστικά•

    крестное имя βαφτιστικό όνομα•

    имя и фамилия ονοματεπώνυμο.

    || ονομασία•

    имя судна όνομα σκάφους•

    под именем με το όνομα (που φέρει το όνομα).

    2. φήμη•

    человек с большим именем άνθρωπος με μεγάλο όνομα•

    крупные имена τα μεγάλα ονόματα (οι φημισμένοι, οι ξακουστοί)•

    очернить чьё-то доброе имя αμαυρώνω τη φήμη κάποιου.

    3. (γραμμ.) όνομα•

    имя существительное όνομα ουσιαστικό.

    εκφρ.
    именем – στο όνομα, εν ονόματι•
    именем закона – στο όνομα του νόμου•
    во имя – στο όνομα, χάριν, για χάρη, προς όφελος•
    на имя – στο όνομα, επ ονόματι•
    заявление на имя директора – αίτηση στο διευθυντή (και με το ονοματεπώνυμο του)•
    на своё имя – στο όνομα μου, επ ονόματι μου•
    от имени кого – εξ ονόματος κάποιου•
    с именем – με όνομα, ονομαστός, ξακουστός•
    от моего имени – εξ ονόματος μου•
    только по имени – μόνο γ ία το όνομα, για τον τύπο, τυπικά.

    Большой русско-греческий словарь > имя

  • 16 назвать

    -зову, -зовёшь, παρλθ. χρ. назвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. названный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ονομάζω, δίνω το όνομα, ονοματίζω, καλώ, λέγω, βγάζω το όνομα• χαρακτηρίζω, λέγω•

    назвать кого дураком λέγω κάποιον βλάκα.

    2. φωνάζω•

    назвать кого по имени φωνάζω κάποιον στο όνομα.

    || κατονομάζω. || τιτλοφορώ.
    3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, λέγω, ομολογώ•

    не -ал их фамилии δεν αποκάλυψε τα επώνυμάτά τους.

    ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. назвать 1)
    προσκαλώ•

    назвать гостей προσκαλώ πολλούς φιλοξενουμένους.

    προσκαλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > назвать

  • 17 наречь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. нарк, -екла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-реченный, βρ: -чен, -чена, -чено κ. нареченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ονοματίζω, ονομάζω, δίνω (βγάζω) όνομα•

    это имя -ли при крещении αυτό το όνομα το έβγαλαν στη βάφτιση.

    2. παλ. διορίζω, εγκαθιστώ, ονομάζω.
    ονομάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наречь

  • 18 носить

    ношу, носишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ношенный
    -шен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. βλ. нести (1 σημ.).
    2. είμαι έγγυα.
    3. φέρω, φορώ•

    носить оччки φορώ ματαγυάλια•

    носить траур; носить чрное πενθώ, φέρω πένθος, πενθοφορώ, μαυροφορώ•

    кольцо φέρω φαχτυλίδι.

    || έχω•

    носить бороду φέρω γένια (γενειάδα)•

    носить усы έχω μουστάκια•

    бакенбарды φέρω φαβορίτες.

    4. ονομάζομαι•

    носить фамилию мужа φέρω το επώνυμο του συζύγου.

    || (για βαθμό, τίτλο κ.τ.τ.)• κατέχω•

    он -ит звание генерала αυτός φέρει το βαθμό του στρατηγού.

    5. ασθμαίνω, πνευστιώ, κοντανασαίνω.
    6. χαρακτηρίζομαι μαρτυρώ• έχω τη μορφή.
    εκφρ.
    способный носить оружие – ικανός να φέρει όπλο (μάχιμος)•
    высоко (гордо) носить головуβλ. στο ρ. нести• носить на руких кого κρατώ στα χέρια κάποιον (προσέχω πάρα πολύ)•
    едва (ле, насилуκ.τ.τ.) ноги -сит μόλις (και μετά βίας) σέρνει τα πόδια του.
    1. βλ. нестись (1 σημ.).
    2. φοριέμαι.
    3. τραβιέμαι, ασχολούμαι πολύ, καταγίνομαι.
    4. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, κουβαλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > носить

  • 19 озаглавливать

    ρ.δ.
    βλ. озаглавить.
    τιτλοφορούμαι, ονομάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > озаглавливать

  • 20 титуловать

    -луга, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. титулованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.
    1. ονομάζω κάποιον με τον τίτλο του.
    2. τιτλοφορώ, ονομάζω•

    он -лует себя революционером αυτός τιτλοφορεί τον εαυτό του επαναστάτη.

    τιτλοφορούμαι, ονομάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > титуловать

См. также в других словарях:

  • ονομάζομαι — ονομάζομαι, ονομάστηκα, ονομασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὀνομάζομαι — ὀνομάζω speak of by name pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • εισακούω — (AM εἰσακούω) ακούω κάποιον με ευμένεια, δέχομαι ευνοϊκά την παράκληση κάποιου («εισακούει τις παρακλήσεις μου», «εἰσάκουσον τής δεήσεώς μου») νεοελλ. εισακούομαι γίνονται δεκτές οι υποδείξεις μου μσν. 1. (για δίκη) γίνομαι δεκτός 2. ονομάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… …   Dictionary of Greek

  • επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

  • ετερωνυμώ — ἑτερωνυμῶ, έω (Α) [ετερώνυμος] ονομάζομαι διαφορετικά …   Dictionary of Greek

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»