Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χρῆσται

  • 1 Press

    v. trans.
    Ar. and P. θλβειν, πιέζειν, P. συμπιέζειν.
    Embrace, cling to: P. and V. ἔχεσθαι (gen.), ἀντέχεσθαι (gen.); see Cling.
    Foot pressed against foot: V. ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί (Eur., Heracl. 836).
    Touch: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. θιγγνειν (gen.) (also Xen. but rare P.); see Touch.
    Drive: P. and V. ἐλαύνειν, ὠθεῖν.
    Persuade, urge: P. and V. πείθειν, ναπείθειν, V. ἐκπείθειν; see Persuade.
    Press one's views: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.
    Some three people accused you before this man but did not press the charge: P. τρεῖς σέ τινες γραψάμενοι πρότεροι τοῦδε οὐκ ἐπεξῆλθον (Dem. 501).
    Oppress: P. and V. πιέζειν.
    Be oppressed: also P. and V. βαρνεσθαι.
    Press hard: P. and V. βιάζεσθαι.
    Be hard pressed: P. and V. πιέζεσθαι, βιάζεσθαι, πονεῖν, ταλαιπωρεῖν, κάμνειν, νοσεῖν (rare P.), Ar. and P. ταλαιπωρεῖσθαι, P. πονεῖσθαι.
    His creditors were pressing him: P. οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν (Dem. 894).
    Be pressed for, lack: P. and V. πορεῖν (gen.); see Lack.
    Press into one's service: P. and V. προστθεσθαί (τινα), προσποιεῖσθαί (τινα), προσλαμβνειν (τινά).
    V. intrans. See Crowd.
    Press on, v. trans. and intrans.: see Hurry.
    Press upon ( an enemy): Ar. and P. ἐγκεῖσθαι (dat. or absol.), P. and V. προσκεῖσθαι (dat.) ἐπικεῖσθαι (absol.).
    Pursue: P. and V. διώκειν; see Pursue.
    Be urgent with: P. and V. προσκεῖσθαι (dat., V. acc. Eur., I.A. 814).
    When the Sphinx pressed heavily upon the city with her ravaging: V. ὡς ἐπεζάρει Σφὶγξ ἁρπαγαῖσι πόλιν (Eur., Phoen. 45).
    ——————
    subs.
    Close array: P. and V. στῖφος, τό.
    Crowd: P. and V. ὄχλος, ὁ, πλῆθος, τό.
    Press of business: P. ἀσχολία, ἡ.
    Press for cheeses: V. τεῦχος, τό (Eur., Cycl. 208).
    Pressed out ( of cheese), adj.: V. ἐξημελγμένος (Eur., Cycl. 209).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Press

См. также в других словарях:

  • χρησταί — χρηστός useful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρῆσται — χρήστης one who gives masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρήσται — χρήστᾱͅ , χρήστης one who gives masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Банки — I в современном экономическом строе Б. являются высшей формой кредитного посредничества и важнейшими органами вексельного и денежного обращения. Цель банковой деятельности: во первых, создать систему кредита (см. это сл.), которая обеспечивала бы …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …   Dictionary of Greek

  • χρῆσθ' — χρῆσθε , χράομαι abuse pres imperat mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres subj mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres ind mp 2nd pl (attic epic ionic) χρῆσθε , χράομαι abuse pres imperat mp 2nd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»