-
1 συναγωνιζομαι
1) совместно бороться(Thuc., Arph.; σ. τινι πρός τινα Plat. и ἐπί τινα Dem.)
2) оказывать помощь, помогать, содействоватьσ. τινι δίκην Dem. — защищать кого-л. на суде;
ὅ ξυναγωνιούμενος Thuc. — несущий помощь;τὸ συναγωνιζόμενον Isocr. — благоприятствующее обстоятельство;σ. τινί τι Dem. — помогать кому-л. в чем-л.;συναγωνίσασθαί τινι πρός τι Dem. — помочь кому-л. в достижении чего-л.3) сотрудничать, принимать участие(σ. τινι ἔν τινι NT.)
τὸν χορὸν σ. ὥσπερ - sc. παρὰ - Σοφοκλεῖ Arst. — (я считаю), что хор должен быть тесно связан (с общим действием), как у Софокла -
2 συναγωνίζομαι
{с.гл., 1}совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с (Рим. 15:30).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συναγωνίζομαι
-
3 συναγωνίζομαι
{с.гл., 1}совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с (Рим. 15:30).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συναγωνίζομαι
-
4 συναγωνίζομαι
1) состязаться, соревноваться (в остроумии, мастерстве и т. п.);2) конкурировать, соперничать;τα υφάσματα μας συναγωνίζομαιονται εις ποιότητα τα αγγλικά — наши ткани по качеству не хуже английских;
3) бороться, сражаться вместе -
5 συναγωνίζομαι
совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συναγωνίζομαι
-
6 συναγωνίζομαι
[*][синагонизомэ р. сражаться вместе, соперничать, конкурировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναγωνίζομαι
-
7 συναγωνίζομαι
[*][синагонизомэр. -
8 4865
{с.гл., 1}совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с (Рим. 15:30).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4865
См. также в других словарях:
συναγωνίζομαι — contend along with pres ind mp 1st sg συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζομαι — συναγωνίζομαι, συναγωνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek
συναγωνίζομαι — συναγωνίστηκα 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον προσπαθώντας να τον ξεπεράσω: Έχει να συναγωνιστεί με πολλούς υποψήφιους στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου: Μας συναγωνίζονται πολλές βιομηχανίες. 3. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγωνίζεσθε — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 2nd pl συνᾱγωνίζεσθε , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμεθα — συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συνᾱγωνιζόμεθα , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζου — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνᾱγωνίζου , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίσασθε — συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συνᾱγωνίσασθε , συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζομένων — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμενον — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιουμένων — συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)