-
1 συναγωνίζομαι
συναγωνίζομαιcontend along with: pres ind mp 1st sgσυναγωνίζομαιcontend along with: pres ind mp 1st sg -
2 συναγωνιζομαι
1) совместно бороться(Thuc., Arph.; σ. τινι πρός τινα Plat. и ἐπί τινα Dem.)
2) оказывать помощь, помогать, содействоватьσ. τινι δίκην Dem. — защищать кого-л. на суде;
ὅ ξυναγωνιούμενος Thuc. — несущий помощь;τὸ συναγωνιζόμενον Isocr. — благоприятствующее обстоятельство;σ. τινί τι Dem. — помогать кому-л. в чем-л.;συναγωνίσασθαί τινι πρός τι Dem. — помочь кому-л. в достижении чего-л.3) сотрудничать, принимать участие(σ. τινι ἔν τινι NT.)
τὸν χορὸν σ. ὥσπερ - sc. παρὰ - Σοφοκλεῖ Arst. — (я считаю), что хор должен быть тесно связан (с общим действием), как у Софокла -
3 συναγωνίζομαι
συναγωνίζομαι mid. dep.; 1 aor. συνηγωνισάμην (Thu. et al.; ins; TestAsh 6:2; JosAs 23:4 [cod. A p. 74, 8 Bat. and Pal. 364 for συνάρασθε]) to join w. someone in a common effort, fight/contend along with τινί someone, w. focus on a supportive role help, assist (Demosth. 21, 190; SIG 651, 14 τοῖς πρεσβευταῖς συναγωνιζόμενος ἐκτενῶς; ZPE 35, ’79 no. 42 of a benefactor; Philo, Spec. Leg. 4, 179; Jos., Ant. 12, 18; 17, 220; Tat. 19, 2; Hippol., Ref. 7, 31, 5; noun in POxy 1676, 36f [III A.D.]: ‘fellow-worker’) Ro 15:30 (here perh. w. judicial overtones: a common plea to God in the face of opposition to the Apostle).—DELG s.v. ἄγω. M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συναγωνίζομαι
-
4 συναγωνίζομαι
{с.гл., 1}совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с (Рим. 15:30).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συναγωνίζομαι
-
5 συναγωνίζομαι
{с.гл., 1}совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с (Рим. 15:30).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συναγωνίζομαι
-
6 συναγωνίζομαι
1) состязаться, соревноваться (в остроумии, мастерстве и т. п.);2) конкурировать, соперничать;τα υφάσματα μας συναγωνίζομαιονται εις ποιότητα τα αγγλικά — наши ткани по качеству не хуже английских;
3) бороться, сражаться вместе -
7 συναγωνίζομαι
совместно бороться; перен. содействовать, сотрудничать, подвизаться совместно с.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συναγωνίζομαι
-
8 συναγωνίζομαι
[*][синагонизомэ р. сражаться вместе, соперничать, конкурировать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συναγωνίζομαι
-
9 συναγωνίζομαι
[*][синагонизомэр. -
10 συναγωνίζομαι
Aσυναγωνιξάμην Delph.3(3).126
, etc.:— contend along with, share in a contest, τινι with one, Ar.Th. 1061, cf. Antipho 5.93, Th.1.143, etc.;τινὶ πρὸς τοὺς πολεμίους Pl.Alc.1.119e
;ἀλλήλοις ἐφ' ἡμᾶς D.43.10
;τινὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς Ep.Rom.15.30
;σ. ἐν μάχῃ Marm.Par.63
: c.acc. cogn., L 29 (Delph., ii B.C.); (Pergam., iii B.C.).b generally, ξ. τινί share in the fortunes of another, Th.3.64.2 aid, succour, τινι D.21.190; τινί τι one in a thing, Id.18.25, 30.31; τινὶ πρός τι one towards a thing, Id.18.20;εἴς τι D.H.4.4
, Michel 452 (iv/iii B.C.): generally, assist,τῇ διατροπῇ Metrod.Herc.831.19
;μετὰ σοῦ κοινῇ D.48.43
.3 abs., fight on the same side,οἱ ξυναγωνιούμενοι Th.5.109
, cf. 1.123, X.Cyr.4.5.49, etc.; of the Tragic chorus, join in the action, Arist.Po. 1456a26:—[voice] Act. - ίζω, dub.l. in Nic.Dam.Fr.130.18 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγωνίζομαι
-
11 συναγωνίζομαι
συν-αγωνίζομαι, mit od. zugleich kämpfen; übh. beistehen; beisteuern -
12 συναγωνίζομαι
(...)leyarışmak, rekabet etmek, çekişmek -
13 συναγωνίζομαι
rivaliser -
14 συναγωνίζομαι
1) rywalizować czas.2) współzawodniczyć czas. -
15 συναγωνίζομαι
1) konkurovat2) soupeřit3) soutěžit4) závodit -
16 συναγωνίζομαι
1) compete2) vieΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συναγωνίζομαι
-
17 rivaliser
συναγωνίζομαι -
18 konkurovat
συναγωνίζομαι -
19 soupeřit
συναγωνίζομαι -
20 soutěžit
συναγωνίζομαι
См. также в других словарях:
συναγωνίζομαι — contend along with pres ind mp 1st sg συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζομαι — συναγωνίζομαι, συναγωνίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναγωνίζομαι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.) 2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν … Dictionary of Greek
συναγωνίζομαι — συναγωνίστηκα 1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον προσπαθώντας να τον ξεπεράσω: Έχει να συναγωνιστεί με πολλούς υποψήφιους στις εισαγωγικές εξετάσεις. 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου: Μας συναγωνίζονται πολλές βιομηχανίες. 3. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναγωνίζεσθε — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 2nd pl συνᾱγωνίζεσθε , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμεθα — συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συνᾱγωνιζόμεθα , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres ind mp 1st pl συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 1st pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίζου — συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνᾱγωνίζου , συναγωνίζομαι contend along with imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνίσασθε — συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συναγωνίζομαι contend along with aor imperat mp 2nd pl συνᾱγωνίσασθε , συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl (doric aeolic) συναγωνίζομαι contend along with aor ind mp 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζομένων — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp fem gen pl συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιζόμενον — συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp masc acc sg συναγωνίζομαι contend along with pres part mp neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνιουμένων — συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι contend along with fut part mp fem gen pl (attic epic doric) συναγωνίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)