-
1 σπογγος
староатт. σφόγγος ὅ губка Hom., Aesch., Arph., Plat., Arst., Plut. -
2 σπόγγος
σπόγγος οсферическая губка, используемая для вытирания Святого Потира. Затем полагается в Потир для впитывания влаги. Символизирует губку страдания Господа (Мф. 27, 48; Мк. 15, 36; Ин. 19, 29). Используется более по символической причине, чем по практической. см. μούσα -
3 σπόγγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σπόγγος
-
4 σπόγγος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σπόγγος
-
5 σπόγγος
ο губка -
6 σπόγγος
губка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπόγγος
-
7 σπόγγος
[спонгос] ουσ. а губка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπόγγος
-
8 σπόγγος
[спонгос]ουσ α губка. -
9 σπογγια
-
10 μαγευς
-
11 πλευμονωδης
-
12 υγρωσσω
-
13 ψαιστωρ
-
14 4699
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4699
См. также в других словарях:
σπόγγος — sponge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)