-
1 μουσα
1) муза (женское божество искусства; вначале их считалось три: Μελέτη, Μνήμη и Ἀοιδή, но уже у Hom. их девять: Κλειώ - истории, Εὐτέρπη - лирической поэзии, Θάλεια - комедии, Μελπομένη - трагедии, Τερψιχόρη - пляски, Οὐρανία - астрономии, Ἐρατώ - любовной поэзии, Πολύμνια - гимнической поэзии и Καλλιόπη - эпической поэзии; все они считались дочерьми Зевса и Мнемосины: Μοῦσαι Διὸς θυγατέρες Hom.)2) музыка, пение(μ. στυγερά, μ. εὔφημος Aesch.)
μοῖσαν φέρειν Pind. — петь3) речь, словаτίς ἥδε μ. ; Eur. — что это за речь?
4) искусство, поэзияμούσης λέξις Plat. — поэтическое выражение
5) образование, ученость, просвещенность(τοῦ Εὐθύφρονος Plat.)
-
2 μούσα
μούσα ηгубка, используемая для переложения частиц в Святой Потир, вытирания дискоса и для удаления частиц с антиминса. Полагается в антиминсе, когда его сворачиваютЭтим.< μάσσω «вытирать губкой» -
3 μούσα
I η1) муза;επικαλούμαι την μούσαν — вдохновляться (о поэте);
2) поэзия;νεοελληνική μούσα — новогреческая поэзия;
3) мастерство, талант поэта;η μούσα τού Όμηρου — гений, талант, поэтическая манера Гомера;
§ θεραπεύω τάς Μούσας заниматься поэзией;θεράπων των Μουσών служитель муз, поэт μούσα2II η банановое дерево -
4 Μοῦσα
-
5 μούσα
[муса] ουσ. Θ. муза,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μούσα
-
6 μούσα
[муса] ουσ θ муза. -
7 μουσ-
-
8 μωα
-
9 μωσα
-
10 αγρονομος
-
11 αδοκιμος
21) неполноценный, фальшивый, негодный(νόμισμα Plat., Arst.)
2) незнатный, презираемый Xen., Plat.3) презренный, жалкий, дрянной(λακίσματα Eur.; Μοῦσα Plat.)
-
12 αμετρητος
-
13 αρουραιος
-
14 δυσκελαδος
21) крикливый, шумливый(φόβος Hom.)
2) злоречивый(ζῆλος Hes.; φάμα Eur.)
3) зловещий(ὕμνος Ἐρινύος Aesch.; μοῦσα Eur.)
4) хриплый(ἄσθματα Anth.)
-
15 ευλυρος
-
16 Καρικος
31) карийскийΚαρικέ μοῦσα Plat. и Καρικὸν αὔλημα Arph. — погребальная песнь ( какую пели карийские флейтисты)
2) достойный карийца, т.е. плохой, жалкий(τράγοι Soph.)
-
17 λιγυς
-
18 λοχμαιος
-
19 λυρικος
-
20 μελωδος
I21) поющий(Μοῦσα, κύκνος, ὄρνις Eur.)
2) певучий(ἄχημα Eur.)
IIὅ певец, лирический поэт Plat.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μούσα — Μούσᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μούσᾳ — Μούσᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοῦσα — music fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοῦσα — music fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
μούσα — η 1. μυθολογική θεότητα, που, όπως πίστευαν, ενέπνεε τους ποιητές, η έμπνευση: Εμπνεύστηκε από τη μούσα. 2. η ιδιοφυΐα και η τεχνοτροπία κάθε ποιητή και καλλιτέχνη: Η μούσα του Ομήρου. 3. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας γλώσσας, ενός λαού κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούσα — μού̱σᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσᾳ — μού̱σᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αϊούν-Μούσα — (Πηγές του Μωυσή). Πηγές στη δυτική περιοχή της χερσονήσου του Σινά κοντά στην παραλία. Απέχουν περίπου 6 ώρες από την πόλη του Σουέζ. Υπήρξε μία από τις γνωστότερες τοποθεσίες κατά την αρχαιότητα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου υπήρχε… … Dictionary of Greek
Κουαρίσμι, Μοχάμετ ιμπν Μουσά αλ- — (Mohamed Ibn Musa Αl Khowarizmi, τέλη 8ου – αρχές 9ου αι. μ.Χ.). Άραβας μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος. Εργαζόταν στην Αυλή του χαλίφη της Βαγδάτης Μομούν. Η μαθηματική πραγματεία του με τίτλο Κιτάμπ αλ γιάμπρ ουά’λ μουκάμπαλα… … Dictionary of Greek
μουσαγέτα — μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc voc sg (doric) μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc gen sg (doric aeolic) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)