-
1 πύραυλος
ο ракета;κοσμικός ( — или διαστημικός) πύραυλος — космическая ракета;
διηπειρωτικός πύραυλος — межконтинентальная ракета;
πολυόροφος πύραυλος — многоступенчатая ракета;
βαλλιστικός πύραυλος — баллистическая ракета;
πύραυλος -φορέας — ракета-носитель;
εκτόξευση -
2 πύραυλος
[пиравлос] ουσ. а. ракета.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πύραυλος
-
3 πύραυλος
[пиравлос] ουσ α ракета. -
4 βαλλιστικός
I, ή, όν:βαλλιστικόν άσμα — баллада
βαλλιστικός2II, ή, όν баллистический;βαλλιστικός2 πύραυλος — баллистическая ракета;
βαλλιστικό βλήμα — баллистический снаряд
-
5 διηπειρωτικός
η, ό[ν] межконтинентальный;διηπειρωτικός πύραυλος — межконтинентальная ракета
-
6 κατευθυνόμενες
η, ο[ν] управляемый; направляемый, наводимый;κατευθυνόμενες πύραυλος — управляемая ракета;
κατευθυνόμενεςον βλήμα — управляемый снаряд
-
7 κοσμικός
η, ό[ν]1) космический;κοσμική ταχύτητα — космическая скорость;
ομαδική κοσμική πτήση — групповой космический полёт;
κοσμικές ακτίνες — космические лучи;
κοσμικός πύραυλος — космическая ракета;
κοσμικό σύστημα — космическая система;
2) светский;κοσμική κυρία (ζωή) — светская дама (жизнь);
κοσμικοί κύκλοι — светское общество;
κοσμική κίνηση — хроника светской жизни, светские новости;
3) светский, мирской;§ κοσμικό κέντρο — аристократический центр (кафе, ресторан, курорт и т. п.)
-
8 τηλεκατευθυνόμενος
η, ο[ν] телеуправляемый, управляемый (на расстоянии);τηλεκατευθυνόμενος πύραυλος — управляемая ракета;
τηλεκατευθυνόμενοςον βλήμα — управляемый снаряд
-
9 φορέας
[-εύς (-εως)] ο1) носитель;φορέας μολύνσεως — носитель инфекции;
2) транспортёр;3):πύραυλος φορέας — ракета-носитель
-
10 φωτιστικός
η, ό[ν] осветительный;φωτιστικό δίκτυο — осветительная сеть;
φωτιστικός πύραυλος — осветительная ракета;
φωτιστικές συσκευές — осветительные приборы;
φωτιστικό πετρέλαιο — керосин
См. также в других словарях:
πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
πύραυλος — ο 1. κινητήρια μηχανή, η οποία εκτός από τα καύσιμα μεταφέρει και το απαραίτητο για την καύση οξειδωτικό, αλλ. ρουκέτα. 2. πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται και σκάει στον αέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
πάτριοτ — το στρατ. πυραυλικό σύστημα επιφάνειας αέρα που δημιούργησαν οι Αμερικανοί και έθεσαν σε χρήση το 1985, αντικαθιστώντας το παλαιότερο σύστημα «χωκ» και το οποίο έχει μεγαλύτερο βεληνεκές και έναν όροφο, χρησιμοποιεί στερεά καύσιμα και διαθέτει… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
βόμβα — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνεται κάθε συσκευή που αποτελείται από ένα μεταλλικό περίβλημα γεμισμένο με εκρηκτική ύλη, η οποία εκσφενδονίζεται ή τοποθετείται κάπου και εκρήγνυται μέσω ενός εμπυρεύματος (καψούλι) είτε με ωρολογιακό μηχανισμό… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek