Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ορίστε

  • 1 ορίστε

    προστ. от ορίζω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ορίστε

  • 2 ορίζω

    μετ.
    1) определять, давать определение; 2) определять, устанавливать, назначать;

    ορίζω τίς τιμές (την προθεσμία) — устанавливать цены (срок);

    ορίζω αναπληρωτή — назначать заместителя;

    3) распоряжаться, управлять, командовать (кем-чем-л.); повелевать (книжн.);

    δεν ορίζει τούς γιους του — он не может справиться со своими сыновьями;

    4) разграничивать;

    τα Πυρηναία ορίζουν προς βορράν την 'Ισπανία — Пиренеи являются северной границей Испании;

    § ορίστε а) пожалуйста, прошу вас; вот пожалуйста; б) я слушаю, я здесь; что вам угодно?;
    ορίστε μας; как вам Зто нравится?; καλώς ορίσατε пожалуйста, добро пожаловать; καλώς όρισες с приездом, добро пожаловать; ορίστε; (при переспрашивании) повторите, пожалуйста, что вы сказали?; τί ορίζετε; что вам угодно?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ορίζω

  • 3 κατάσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;

    ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;

    αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    κατάσταση τής οδού — состояние дороги;

    διεθνής κατάσταση — международное положение;

    εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;

    κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;

    η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;

    άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;

    2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;

    μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;

    3) воен. служебное положение;

    κατάσταση ενεργείας — действительная служба;

    κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;

    κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;

    § είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;

    είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;

    είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);

    τί κατάσταση είναι αυτή;

    , что здесь происходит?;

    δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;

    ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάσταση

См. также в других словарях:

  • ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …   Dictionary of Greek

  • ορίζω — ορίζω, όρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ορίζω : η προστακτική αορίστου ορίστε χρησιμοποιείται και ως απάντηση σε κάλεσμα (π.χ. ορίστε, τι θέλετε;) ή ως ερώτηση (πώς;) επιφωνηματική έκφραση (να!) κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

  • όρσε — επιφών. 1. (με σκωπτική ή υβριστική σημ.) ορίστε, ιδού, να 2. χρησιμοποιείται ως επιφώνημα που συνοδεύει υβριστική χειρονομία 3. φρ. α) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» λέγεται γι αυτούς που κάνουν κάτι άκαιρα ή αδέξια β) «όρσε να τά πάρεις μόνος σου» δεν …   Dictionary of Greek

  • Μανιώτης, Γιώργος — (Αθήνα 1951 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ασχολήθηκε όμως με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά, διηγήματα κ.ά. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1970 με την… …   Dictionary of Greek

  • ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»