Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αεριώδης

  • 1 αεριώδης

    ης, ες газообразный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αεριώδης

  • 2 κατάσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;

    ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;

    αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    κατάσταση τής οδού — состояние дороги;

    διεθνής κατάσταση — международное положение;

    εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;

    κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;

    η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;

    άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;

    2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;

    μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;

    3) воен. служебное положение;

    κατάσταση ενεργείας — действительная служба;

    κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;

    κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;

    § είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;

    είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;

    είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);

    τί κατάσταση είναι αυτή;

    , что здесь происходит?;

    δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;

    ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάσταση

См. также в других словарях:

  • αεριώδης — ες αυτός που έχει μορφή ή σύσταση αερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + παραγ. κατάλ. ιώδης] …   Dictionary of Greek

  • αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) …   Dictionary of Greek

  • ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • πνευματοκήλη — η, Ν ιατρ. α) αεριώδης όγκος, αεροκήλη, που εμφανίζεται μέσα σε ιστούς και σπλάγχα ή όργανα β) (φρ) «πνευματοκήλη τού κρανίου» αεροκήλη τών εγκεφαλικών κοιλιών …   Dictionary of Greek

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

  • βαρύσφαιρα — Η κεντρική από τις τρεις ζώνες στις οποίες κατά τον Έντουαρντ Ζις διαιρείται η γήινη σφαίρα. Η υψηλή τιμή της πυκνότητας των υλικών από τα οποία αποτελείται (περίπου ίση προς 10 g/cm3) κάνει εύλογη την υπόθεση ότι η κεντρική ζώνη του πλανήτη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»