-
1 отговориться
-
2 оправдаться
δικαιολογούμαι; δικαιώνομαι ( оказаться правильным); δικαιούμαι ( быть вправе) -
3 оправдать
оправдать, оправдывать 1) δικαιολογώ· δικαιώνω (надежды, ожидания) 2) юр. αθωώνω \оправдаться δικαιολογούμαι* δικαιώνομαι (оказаться правильным)' δικαιούμαι (быть вправе)* * *= оправдывать1) δικαιολογώ; δικαιώνω (надежды, ожидания)2) юр. αθωώνω -
4 отговаривать
отговаривать, отговорить μεταπείθω, αποτρέπω \отговариваться δικαιολογούμαι* * *= отговоритьμεταπείθω, αποτρέπω -
5 оправдаться
оправдать||ся1. (защищаться от нападок) δικαιολογούμαι·2. (об ожиданиях и т. п.) δικαιώνομαι:его опасения не оправдались οἱ φόβοι του δέν δικαιώθηκαν·3. (о расходах) καλύπτομαι. -
6 отговариваться
отговаривать||сяπροφασίζομαι, δικαιολογοῦμαι, ἰσχυρίζομαι:\отговариватьсяся незнанием ἰσχυρίζομαι ἄ· · γνοια· \отговариваться нездоровьем προφασίζομαι ἀδιαθεσία. -
7 ссылаться
ссылатьсянесов1. (на кого-л., что-либо) ἀναφέρομαι, στηρίζομαι, προβάλλω ὡς ἐπιχείρημα:\ссылаться на авторитеты ἀναφέρομαι σέ αὐθεντίες·2. (оправдываться) δικαιολογούμαι, προβάλλω ὡς δικαιολογία:\ссылаться на болезнь προβάλλω τή δικαιολογία τής ἀσθένειας. -
8 оправдываться
[*][απράβντυβατ"σα) ρ. δικαιολογούμαι -
9 оправдываться
[απράβντυβατ"σα ρ δικαιολογούμαι -
10 извинить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.1. συγχωρώ•-йте! συγγνώμη!•
прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•
-те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.
εκφρ.извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.1. ζητώ συγγνώμη.2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος). -
11 недосуг
-а α.έλλειψη ελευθέρου χρόνου•мне недосуг δεν έχω (ελεύθερο) χρόνο•
за -ом από έλλειψη χρόνου•
сослаться на недосуг δικαιολογούμαι ότι δεν έχω καιρό•
я не пришл из-за -а δεν ήρθα, γιατί δεν ευκαιρούσα•
ασχοληθώ μαυτό. -
12 оправдать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оправданный, βρ: -дан, -а, -о1. δικαιολογώ, προβάλλω δικαιολογίες. || (νομ.) απαλλάσσω, αθωώνω.2. καλύπτω.3. δικαιώνω•события -ли мой слова τα γεγονότα δικαίωσαν τα λόγια μου•
оправдать надежды δικαιώνω τις ελπίδες.
4. αναπληρώνω, αντισταθμίζω, καλύπτω τα έξοδα.(οικον.) εγκρίνω, δικαιολογώ•оправдать затраты δικαιολογώ τις δαπάνες.
1. δικαιολογούμαι. || απολογούμαι (στο δικαστήριο).2. δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι•теория -лась на практике η θεωρία επιβεβαιώθηκε από την πράξη.
3. αναπληρώνομαι, αντισταθμίζομαι, καλύπτομαι•все расходы -лись όλα τα έξοδα καλύφτηκαν.
-
13 отговорить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отговоренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ.αποτρέπω, μεταπείθω, συμβουλεύω, συνιστώ να μην πράξει κάτι.αρνούμαι, δικαιολογούμαι, προφασίζομαι• προσποιούμαι•меня пригласили на бал, но я -лся με κάλεσαν στο χορό, όμως εγώ δικαιολογήθηκα•
отговорить от поручения αρνούμαι (δε δέχομαι) την παραγγελία•
незнанием закона отговорить нельзя δεν μπορείς να ισχυριστείς άγνοια νόμου•
отговорить болезнью προφασίζομαι ασθένεια, κάνω τον άρρωστο.
-
14 сослать
сошлю, сошлшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сосланный, βρ: сослан, -а, -оρ.σ.μ. εξορίζω, εκτοπίζω, εξοστρακίζω.αναφέρομαι, μνημονεύω, κάνω μνεία•сослать на чьи-н. слова αναφέρομαι σταλόγια κάποιου.
|| προφασίζομαι, δικαιολογούμαι.
См. также в других словарях:
δικαιολογούμαι — δικαιολογούμαι, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: δικαιολογούμαι : σε μη επίσημο ύφος λόγου απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ). Η μτχ. δικαιολογημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο με την έννοια →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δικαιολογοῦμαι — δικαιολογέομαι plead one s cause before the judge pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοδικαιολογούμαι — ( έομαι) δικαιολογώ κάποιον και συγχρόνως δικαιολογούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δικαιολογώ ( ούμαι)] … Dictionary of Greek
αντιλέγω — (AM ἀντιλέγω) φέρνω αντίρρηση, αντικρούω αυτά που έχουν λεχθεί μσν. 1. δικαιολογούμαι 2. αντικρούω, αποκρούω εχθρική επίθεση 3. δυσανασχετώ αρχ. μσν. 1. αντιτίθεμαι 2. αμφισβητώ 3. αρνούμαι, απορρίπτω 4. απαντώ αρχ. μσν. τα αντιλεγόμενα 1.… … Dictionary of Greek
εξαιτιώμαι — ἐξαιτιῶμαι, άομαι (Μ) [αιτιώμαι] δικαιολογούμαι … Dictionary of Greek
εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι … Dictionary of Greek
κρισολογούμαι — και κρισολογιέμαι 1. διεξάγω δίκη εναντίον κάποιου 2. δικάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίση + λογούμαι (< λόγος < λέγω), πρβλ. απο λογούμαι, δικαιολογούμαι] … Dictionary of Greek
σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… … Dictionary of Greek
υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… … Dictionary of Greek
δικαιολογώ — δικαιολόγησα, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος 1. επιχειρηματολογώ για το δίκαιο κάποιου, δέχομαι την ορθότητα ενέργειας: Δικαιολογώ απόλυτα την αντίδρασή του. 2. το παθ., δικαιολογούμαι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, επιχειρηματολογώ για την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)