Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δικαιούμαι

  • 1 оправдать

    оправдать, оправдывать 1) δικαιολογώ· δικαιώνω (надежды, ожидания) 2) юр. αθωώνω \оправдаться δικαιολογούμαι* δικαιώνομαι (оказаться правильным)' δικαιούμαι (быть вправе)
    * * *
    = оправдывать
    1) δικαιολογώ; δικαιώνω (надежды, ожидания)
    2) юр. αθωώνω

    Русско-греческий словарь > оправдать

  • 2 оправдаться

    δικαιολογούμαι; δικαιώνομαι ( оказаться правильным); δικαιούμαι ( быть вправе)

    Русско-греческий словарь > оправдаться

  • 3 право

    -а, πλθ.ουδ.
    1. δικαίωμα•

    избирательное право εκλογικό δικαίωμα•

    гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•

    право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•

    право на труд δικαίωμα εργασίας•

    право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•

    -а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•

    лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•

    не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.

    2. δίκαιο•

    буржуазное право αστικό δίκαιο•

    международное право διεθνές δίκαιο•

    уголовное право ποινικό δίκαιο.

    3. άδεια•

    водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•

    право на охоту άδεια κυνηγίου.

    εκφρ.
    в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•
    на -ах – με την ιδιότητα•
    по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•
    на равных правах – με ίσα δικαιώματα.
    (παρνθ. λ.).
    1. πραγματικά, αλήθεια.
    2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•

    право слово λόγω τιμής.

    Большой русско-греческий словарь > право

См. также в других словарях:

  • δικαιούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δικαιοῦμαι — δικαιόω set right pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • δικαιώνω — δικαίωσα, δικαιώθηκα, δικαιωμένος 1. απονέμω δίκαιο, αναγνωρίζω το δίκαιο: Τελικά δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο. 2. δικαιούμαι έχω δικαίωμα: Δικαιούμαι δεκαπενθήμερη άδεια. 3. δικαιώνομαι επαληθεύομαι, αποδεικνύεται το δίκαιό μου: Δικαιώθηκε με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… …   Dictionary of Greek

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»