Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συμπυκνωμένο

См. также в других словарях:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • κοκκιόπαγος — ο γεωλ. μερικώς συμπυκνωμένο χιόνι, που έχει τη μορφή σωρού κρυσταλλικών κόκκων και αποτελεί ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ τού χιονιού και τού πάγου τών παγετώνων …   Dictionary of Greek

  • πήχτρα — η, Ν 1. οποιοδήποτε πράγμα συμπυκνωμένο, πηχτό, παχύρρευστο («η σούπα σου είναι πήχτρα») 2. μτφ. πυκνό πλήθος («η πλατεία είναι πήχτρα από κόσμο») 3. μτφ. (για σκοτάδι) πυκνό («το σκοτάδι ήταν πήχτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηξ τού αορ. έ πηξ α τού… …   Dictionary of Greek

  • πηκτίνη — η, Ν (βιοχ.) συμπυκνωμένο εκχύλισμα ομάδας οργανικών ουσιών που απαντούν στα κυτταρικά τοιχώματα και στους ενδοκυτταρικούς ιστούς ορισμένων φυτών, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην αλλαγή τών κυτταρικών δομών και στις τεχνικές κατεργασίες τών… …   Dictionary of Greek

  • σκυρόστρωμα — και σκιρόστρωμα και σκιρρόστρωμα, ατος, το, Ν συμπυκνωμένο και κυλινδρωμένο στρώμα σκύρων που χρησιμεύει ως φέρουσα υποδομή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύρο* / σκίρ(ρ)ο «χαλίκι» + στρώμα (< στρώνω), πρβλ. οδό στρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… …   Dictionary of Greek

  • στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… …   Dictionary of Greek

  • στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»