-
1 держать
держать в разн. знач. κρα τώ, βαστώ \держать что-л. в руках βαστώ στα χέρια κάτι \держать в тайне κρατώ μυστικό \держать сло во κρατώ το λόγο μου; \держать экзамен δίνω (τις) εξετάσεις \держаться 1) κρατιέμαι \держаться на чём-л. κρατιέμαι από κάτι \держаться вместе είμαστε μαζί \держаться·за руки κρατιέμαι χέρι με χέρι \держаться в стороне μένω παράμερα 2) трен. (придерживаться ακολουθώ, υποστηρίζω* * *в разн. знач.κρατώ, βαστώдержа́ть что-л. в рука́х — βαστώ στα χέρια κάτι
держа́ть в та́йне — κρατώ μυστικό
держа́ть сло́во — κρατώ το λόγο μου
держа́ть экза́мен — δίνω (τις) εξετάσεις
-
2 выдержать
выдержать, выдерживать (вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένω· \выдержать боль αντέχω στον πόνο ◇ \выдержать экзамен πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)* * *= выдерживать( вытерпеть) βαστώ, αντέχω, υπομένωвы́держать боль — αντέχω στον πόνο
••вы́держать экза́мен — πετυχαίνω ( στις εξετάσεις)
-
3 вынести
вынести 1) βγάζω, μεταφέρω 2) (вытерпеть) υποφέρω, ανέ χομαι, βαστώ ◇ \вынести впечатле ние αποκομίζω εντύπωση· \вынести резолюцию παίρνω απόφαση* * *1) βγάζω, μεταφέρω2) ( вытерпеть) υποφέρω, ανέχομαι, βαστώ••вы́нести впечатле́ние — αποκομίζω εντύπωση
вы́нести резолю́цию — παίρνω απόφαση
-
4 поддержать
поддержать, поддерживать 1) βαστώ, υποστηρίζω* \поддержать* * *= поддерживать1) βαστώ, υποστηρίζωподдержа́ть предложе́ние — υποστηρίζω την πρόταση
поддержа́ть поря́док — τηρώ την τάξη
2) ( помочь) βοηθώ -
5 сдержать
сдержать, сдерживать κρατώ» συγκρατώ (тж. перен.) βαστώ; \сдержать слово (обещание ) τηρώ (или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου) \сдержаться συγκρατιέμαι* * *= сдерживатьκρατώ, συγκρατώ (тж. перен.) βαστώсдержа́ть сло́во (обеща́ние) — τηρώ ( или κρατώ) το λόγο μου (τις υποσχέσεις μου)
-
6 выдержать
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдержанный, βρ: -жан, -а, -о, ρ.σ.μ.1. αντέχω, βαστώ, κρατώ σηκώνω•лед -ит танк ο πάγος θα βαστάξει το τανκ•
мотор не -ит το μοτέρ δε θα σηκώσει.
2. αντέχω, υπομένω, υποφέρω ανέχομαι•руки не -ат τα χέρια δεν θ’ αντέξουν•
такой жизни она не -ла τέτοια ζωή αυτή δεν την υπόφερε•
выдержать пытки αντέχω τα βασανιστήρια•
выдержать осаду αντέχω στην πολιορκία•
она не -ла и засмеялась αυτή δεν κρατήθηκε και ξέσπασε στα γέλια•
выдержать экзамены πετυχαίνω στις εξετάσεις•
новая машина -ла испытание η καινούρια μηχανή άντεξε στη δοκιμή.
3. κρατώ, βαστώ, διατηρώ, αφήνω να παλιώσει•выдержать вино κρατώ κρασί να παλιώσει.
4. διατηρώ (ζώα) για εξάσκηση.εκφρ.выдержать несколько изданий – εκδίδομαι κάμποσες φορές (χάρη στην εξαιρετικότητα)•выдержать паузу – κάνω σκόπιμα παύση στο λόγο•выдержать роль – τηρώ απαρέγκλιτα•выдержать характер – κρατώ σταθερό χαρκτήρα. -
7 вытерпеть
-шлю, -пишьρ.σ.μ.υπομένω, υποφέρω, αντέχω, βαστώ, κρατώ•вытерпеть боль βαστώ τον πόνο.
|| συγκρατιέμαι. -
8 подавить
ρ.σ.μ.1. πιέζω, πατώ θλίβω.2. (για όλα, πολλά)• συνθλίβω, συμπιέζω, πατώ• σπάζω.3. (κατά)πνίγω, καταστέλλω•подавить мятеж καταστέλλω τη στάση.
|| μτφ. (συγ)κρατώ, υπερνικώ, βαστώ, καταπίνω•подавить вздох συγκρατώ τον αναστεναγμό•
подавить страх υπερνικώ το φόβο•
подавить боль βαστώ τον πόνο.
4. μτφ. καλύπτω, σκεπάζω• επισκιάζω.5. επιβάλλομαι, καταπλήσσω•подавить авторитетом επιβάλλομαι με το κύρος•
подавить всех своим исключительный успехом καταπλήσσω όλους με την εξαιρετική επιτυχία μου.
6. λυπώ, θλίβω.1. πνίγομαι•подавить рыбной костью πνίγομαι με ψαροκόκκαλο.
2. μτφ. κομπιάζω, πνίγομαι, μπουχτίζω. -
9 превозмочь
ρ.σ.μ. υπερνικώ, υπερισχύω,ξεπερνώ• κρατώ, βαστώ, συγκρατώ•превозмочь боль βαστώ τον πόνο•
превозмочь смех συγκρατώ το γέλιο•
страх υπερνικώ το φόβο.
εκφρ.превозмочь себя – αυ-τοσυγκρατιέμαι. -
10 притерпеться
-терплюсь, -терпишьсяρ.σ.αντέχω, υπομένω, υποφέρω, βαστώ, κρατώ•притерпеться к боли βαστώ τον πόνο.
-
11 терпеть
терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -оρ.δ.1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•
терпеть боль βαστώ τον πόνο•
-и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.
|| ανέχομαι, σηκώνω•он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•
он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•
дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.
2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•
-поражение δοκιμάζω ήττα•
терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•
терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•
терпеть лишения περνώ στερήσεις.
|| περιμένω, καρτερώ•дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•
время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•
время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.
εκφρ.бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις). -
12 держать
1. (не давать выпасть, сохранять за собой) κρατώ, βαστώ 2. (служить опорой чему-л, поддерживать) υποστηρίζω Заставлять оставаться где-л или находиться в каком-л. состоянии{}положении{}) κρατώ, θέτω υπό κράτηση 4. (хранить где-л.) κρατώ, φυλάσσω, έχω 5. (владеть кем-, чём-л.) κρατώ, κατέχω, διατηρώ 6. (двигаться в определённом направлении) κατευθύνομαι, κρατώ πορεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > держать
-
13 удерживать
1. (в пределах) περιορίζω, συγκρατώ 2. (в памяти) συγκρατώ, διατηρώ 3. (ограничивать) συγκρατώ, μετριάζω, περιστέλλω 4. (не давать упасть) κρατώ, βαστώ, συγκρατώ 5. (удерживать, приостанавливать) συγκρατώ 6. (мешать осуществлению чего-л.) συγκρατώ, εμποδίζω, πειράζω 7. (сохранять, сберегать) (συγ)κρα-τώ 8. (вычитать) παρακρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удерживать
-
14 больше
больше1. прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος;2. нареч (сравнит, ст. от много) περισσότερο[ν], πιό πολύ, πλέον:как можно \больше ὅσο τό δυνατό περισσότερο;3. нареч (в отриц. предлож.) ἀλλο, πιά, πλέον:\больше не могу́ δέν μπορῶ ἀλλο, δέν βαστῶ πιά; \больше чем когда бы то ни было περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλη φορά; ◊ ни \больше ни меньше ὁὔτε λίγο ὁϋτε πολύ. -
15 выдержать
выдержатьсов, выдерживать несов1. ἀντέχω, βαστώ, τά βγάζω πέρα·2. перен (вытерпеть) ἀντέχω, κρατῶ, ὑπομένω:3. (вино и т. ἡ.) ἀφήνω νά παλιώσει· ◊ это не выдерживает критики αὐτό δέν ἀντέχει στήν κριτική· выдержать экзамен πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· \выдержать несколько изданий ἐκδίδομαι πολλές φορές. -
16 выстоять
выстоятьсов1. см. выстаивать·2. (выдержать) ἀντέχω, βαστῶ:\выстоять под огнем противника ἀντέχω στά πυρά τοῦ ἐχθροῦ. -
17 вытерпеть
вытерпетьсов1. (перенести) ὑφίσταμαι, ὑπομένὠ2. (стерпеть, удержаться) συγκρατούμαι, κάνω ὑπομονή:не \вытерпеть δέν κρατιέμαι, δέν βαστῶ. -
18 держать
держатьнесоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:\держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^ -
19 держаться
держ||а́тьсянесов1. κρατιέμαι, κρατούμαι:\держаться на поверхности воды κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νερού· \держаться в седле κάθομαι στή σέλλα· \держаться на ногах κρατιέμαι στά πόδια·2. (за кого-л., за что-л.) πιάνομαι, κρατιέμαι, κρατούμαι:\держаться за руки κρατιέμαι ἀπ' τό χέρι·3. (о предметах) κρατιέμαι:пу́говица держится на одной нитке τό κουμπί κρατιέται ἀπό μιά κλωστή·4. прям., перен (придерживаться) ἀκολουθῶ, ὑποστηρίζω:\держаться берега ἀκολουθῶ τή ἀκτή· \держаться правой стороны πηγαίνω ἀπ' τά δεξιά· \держаться взгляда εἶμαι τής γνώμης, ὑποστηρίζω τή γνώμη·5. (вести себя) φέρομαι, συμπεριφέρομαι:\держаться уверенно φέρομαι μέ πεποίθηση·6. (не сдаваться) κρατάω, ἀντέχω, βαστῶ-◊ \держаться вместе разг νά είμαστε μαζί· \держаться в стороне μένω παράμερα, δέν παίρνω μέρος· только \держатьсяи́сь! разг βάστα!, κρατήσου!· \держаться на волоске κρέμομαι (или κρατιέμαι) ἀπό μιά κλωστή. -
20 злобствовать
злобствоватьнесов βράζω ἀπό κακία, κρατῶ (или βαστώ) κακία.
См. также в других словарях:
βαστώ — και βαστάω αξα και ηξα, άχτηκα και ήχτηκα, βασταγμένος και βαστηγμένος 1. κρατώ στα χέρια μου, φέρνω μαζί μου: Βαστούσε μπαστούνι. – Βαστάω την κοιλιά μου από τα γέλια (φρ.). 2. στηρίζω, διοικώ: Βαστάει όλη την επιχείρηση μόνος του. 3. συγκρατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαστώ — βλ. βαστάζω … Dictionary of Greek
βαστῶ — βαστάζω lift up fut ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ντουράρω — βαστώ, αντέχω, υπομένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. durare «υπομένω, ανέχομαι» < λατ. duro «υπομένω»] … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
Griko language — language name=Griko nativename=Κατωιταλιώτικα Katoitaliótika states=Italy region=Southern, east of Reggio, Salento and Aspromonte speakers=20,000 [Vincent N., Italian , in B.Comrie (ed.) The world s major languages , London, Croom Helm, p.p.279… … Wikipedia
Glossa grecani — Griko Griko Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Classement 2 Typologie SVO … Wikipédia en Français
Grico — Griko Griko Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Classement 2 Typologie SVO … Wikipédia en Français
Griko — Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Typologie SVO syllabique Classification par famille … Wikipédia en Français
Grìko — Griko Griko Κατωιταλιώτικα Parlée en Italie Région Calabre, Pouilles Nombre de locuteurs 20.000 Classement 2 Typologie SVO … Wikipédia en Français
Итало-румейский язык — Самоназвание: Κατωιταλιωτικά Страны: Италия … Википедия