-
1 αθορυβος
-
2 αθόρυβος
η, ο [ος, ον ]1) бесшумный; тихий, спокойный; 2) скромный -
3 αθόρυβος
[аторивос] εκ. бесшумный, спокойный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθόρυβος
-
4 αθόρυβος
[аторивос] επ бесшумный, спокойный.
См. также в других словарях:
ἀθόρυβος — without uproar masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθόρυβος — η, ο (Α ἀθόρυβος, ον) [θόρυβος] αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος νεοελλ. αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται … Dictionary of Greek
αθόρυβος, -η — ο αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο, ήσυχος: Ο ανεμιστήρας ήταν πραγματικά αθόρυβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθορύβως — ἀθόρυβος without uproar adverbial ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόρυβον — ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc sg ἀθόρυβος without uproar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορυβώτερα — ἀθόρυβος without uproar neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβου — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβους — ἀθόρυβος without uproar masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβων — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβῳ — ἀθόρυβος without uproar masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθόρυβοι — ἀθόρυβος without uproar masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)