-
1 глинистый алунит
См. также в других словарях:
κιμωλίτης — ο (ορυκτ.) αργιλώδες ορυκτό που αφθονεί στη νήσο Κίμωλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kimolite (< γερμ. Zimolit < Κίμωλος) + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek
1 глинистый алунит
κιμωλίτης — ο (ορυκτ.) αργιλώδες ορυκτό που αφθονεί στη νήσο Κίμωλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kimolite (< γερμ. Zimolit < Κίμωλος) + κατάλ. ite] … Dictionary of Greek