-
1 sbarcare
ś barcare 1. vt высаживать ( на берег); выгружать, разгружать 2. vi (e) 1) сходить ( на берег) 2) mil десантироваться 3) mar оставлять службу ( на море), уходить в отставку, демобилизоваться 4) высаживаться ( напр сходить с автобуса)
См. также в других словарях:
μπαρκάρω — (Μ μπαρκάρω και ἰμπαρκάρω) 1. επιβιβάζω κάποιον σε πλοίο («μπαρκάρησα τον αδελφό μου για την Αμερική») 2. επιβιβάζομαι σε πλοίο νεοελλ. 1. φορτώνω εμπορεύματα σε πλοίο 2. επιβιβάζομαι σε πλοίο για να αναλάβω υπηρεσία, ναυτολογούμαι («μπαρκάρησε… … Dictionary of Greek