Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Krystallit

См. также в других словарях:

  • κρυσταλλίτης — ο (κρυσταλλ. ορυκτ.) η στοιχειωδέστερη μορφή ενός «εμβρυϊκού» ορυκτού κρυστάλλου στην οποία είναι δυνατή η αναγνώριση τού ορυκτού ως ιδιαίτερου είδους κάτω από το πετρογραφικό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. krystallit (<… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»