-
1 кристаллит
mРусско-немецкий словарь по целлюлозно-бумажному производству > кристаллит
См. также в других словарях:
κρυσταλλίτης — ο (κρυσταλλ. ορυκτ.) η στοιχειωδέστερη μορφή ενός «εμβρυϊκού» ορυκτού κρυστάλλου στην οποία είναι δυνατή η αναγνώριση τού ορυκτού ως ιδιαίτερου είδους κάτω από το πετρογραφικό μικροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. krystallit (<… … Dictionary of Greek