-
1 ψεκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψεκτικός
-
2 ἀποτρεπτικός
A fit for dissuading from a thing, τινός Ps.-Luc.Philopatr.8;ἀ. εἶδος τῶν λόγων Arist.Rh.Al. 1421b9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτρεπτικός
-
3 ἐγκωμιαστικός
A panegyrical, Arist.Rh.Al. 1421b9, Plb.8.11.2, Ph.2.31; - ικόν, τό, Plu.2.743d, Longin.8.3, Demetr.Eloc. 120. Adv. -κῶς Poll.4.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκωμιαστικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский