-
1 τελετή
A rite, esp. initiation in the mysteries,ἡ Δήμητρος τ., τὴν οἱ Ἕλληνες Θεσμοφόρια καλέουσι Hdt.2.171
, cf. And.1.111, Pl.Euthd. 277d; ἐς χεῖρας ἄγεσθαι τὴν τελετήν take in hand the matter of initiation, Hdt.4.79: pl., mystic rites practised at initiation, E.Ba.22, 73 (lyr.), Ar.V. 121, Pax 413, 419;Ὀρφεὺς.. τελετὰς ἡμῖν κατέδειξε Id.Ra. 1032
, cf. D.25.11;καθαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῦσα Pl.Phdr. 244e
;λύσεις τε καὶ καθαρμοὶ ἀδικημάτων διὰ θυσιῶν.., ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν Id.R. 365a
, cf. Prt. 316d, Isoc.4.28.2 pl., theological doctrines, Chrysipp.Stoic.2.17.3 a making magically potent, PMag.Par. 1.1596, PMag.Lond.46.159, 121.872, etc.II a festival accompanied by mystic rites, mostly in pl. (τελετὰς.. καλοῦμεν τὰς ἔτι μείζους καὶ μετά τινος μυστικῆς παραδόσεως ἑορτάς Ath.2.40d
), Pi.O.3.41, P. 9.97, N.10.34: in sg., E.IT 959, Ar.V. 876, Ra. 342, Arist.Rh. 1401a15: metaph., πρωτόγονος τ., of a child's birth, Pi.O.10(11).51; πολέμου τ. Batr.303; κατ' αὐτὴν (sc. τὴν περὶ χρείας μορίων πραγματείαν) χρὴ τελεῖσθαι τὴν τ. Gal.UP17.1.III a priesthood or sacred office, Decr. ap. D.59.104.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский