-
81 лекция
η διάλεξηкурс - й η σειρά διαλέξεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лекция
-
82 непоследовательно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > непоследовательно
-
83 орнамент
ο μαίανδρος (το διακοσμητικό σχέδιο αποτελούμενο από γεωμετρικά σχήματα σε διαδοχική σειρά), το μοτίβο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орнамент
-
84 очерёдность
η σειρά, η προτεραιότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > очерёдность
-
85 очередь
η σειρ/ά, η διαδοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очередь
-
86 палеоцен
(геол.) το Παλαιόκαινο, η Πα-λαιόκαινος Εποχή (σειρά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палеоцен
-
87 погрузка
η φόρτωσ/ηскорость - и ταχύτητα/ρυθμός της - ης- навалом - χύδην/σε χύμα (στερεό φορτίο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погрузка
-
88 подписание
η υπογραφ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подписание
-
89 последовательность
1. (порядок) η σειρά, η τάξη, η διαδοχή 2. (мат., тех) η ακολουθίαрасходящаяся - мат. αποκλίνουσα -3. (логичность, закономерность) η ακολουθία, η αλληλουχία, ο ειρμός· - мыслей ο ειρμός των σκέψεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > последовательность
-
90 пояс
1. тех. η ζώνη, η λωρίδα, το ζωνάριшвеллерный - стр. η φλάντζα της δοκού2. мор. η σειρά ελασμάτωνширстречный - του ζωστήρα 3 (то что расположено полосой вокруг чего-л.окружает собой что-л.) η ζώνη, ο ζωστήρας, η λωρίδα, η ταινίαчасовой - ωρολογιακή -, ωριαία - άτρακτος4. (часть туловища между грудью и животом, талия) η μέση, η οσφύς 5. (часть поверхности земного шара между двумя меридианами) η ζώνη (της γης) 6. (климатическая зона) η ζώνη. тропический - τροπική - 7. эк. η ζώνη 8. (часть скелета позвоночных животных и человека, служащая для причленения к туловищу и опоры конечностей) η οσφύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пояс
-
91 пронумеровать
αριθμώ, θέτω, τοποθετώ, βάζω (σε κάτι) τους αριθμούς σε σειρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пронумеровать
-
92 разгрузка
1. (опорожнение) η εκφόρ-τωσ/η, το ξεφόρτωμα, το άδειασμα *во время - и στην διάρκεια της - ηςпричал для - и κρηπίδωμα/αποβάθρα για -2. (уменьшение нагрузки) η μείωση (του φορτίου) 3. (вываливание, сваливание) η απόθεση, η εναπόθεση. - в отвал - στη χωματερήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разгрузка
-
93 разновес
τα μικρά σταθμά, η σειρά/το σύνολο των σταθμών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разновес
-
94 разупорядочение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разупорядочение
-
95 расположение
1. (размещение) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση· - груза - του φορτίου 2. (нахождение, пребывание) η θέση, η τοποθεσία 3. (порядок или способ размещения) η διάταξη, η σειράшахматное - παραλληλόγραμμος -, χιαστί -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расположение
-
96 расстановка
1. (размещение, расположение, распределение) η τοποθέτηση, η διάταξη, η διαρρύθμιση, η τακτοποίηση- щёток (электрической машины) - ψυκτρών 2 (порядок последовательность) η σειρά, η διαρρύθμισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расстановка
-
97 резонанс
1. (физ., тех.) о συντονισμ/ός, η αντήχηση 2. (увеличение силы и длительности звука, отзвук) η αντήχηση, η απήχηση, ο αντίκτυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резонанс
-
98 соединять
1. эл. ενώνω, συνδέω 2. (скреплять, связывать, смешивать вместе, объединять) ενώνω 3. (совмещать) συνδέω, ταιριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединять
-
99 сортамент
(ассортимент, преимущественно в металлургической промышленности) о κατάλογος (των μεταλλουργικών προϊόντων), η σειρά κατάταξης των (μεταλλουργικών) προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сортамент
-
100 сортимент
(ассортимент, преимущественно в лесной промышленности) о κατάλογος (των ξυλουργικών προϊόντων), η σειρά κατάταξης των (ξυλουργικών) προϊόντων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сортимент
См. также в других словарях:
σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… … Dictionary of Greek
σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά … Dictionary of Greek