Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

1)+η+σειρά+2)

  • 41 твой

    1. твой (твоя, твоё, твой) ( δικός) σου; это \твой отец είναι ο πατέρας σου* твоя очередь η σειρά σου; (это) твоё дело είναι" δική σου δουλειά; это твой книги? τα βιβλία είναι δικά σου; 2. твой ж.р. от твой 3. твой мн. от твой
    * * *
    (твоя, твоё, твои)

    э́то твой оте́ц — είναι ο πατέρας σου

    твоя́ о́чередь — η σειρά σου

    (э́то) твоё де́ло — είναι δική σου δουλειά

    э́то твои́ кни́ги? — τα βιβλία είναι δικά σου

    Русско-греческий словарь > твой

  • 42 ход

    ход м 1) η πορεία· η κίνηση (движение ) 2) η εξέλιξη (развитие)9 \ход событий η πορεία των γεγονότων; в \ходе переговоров στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 3) (вход) η είσοδος; \ход со двора η είσοδος είναι από την αυλή 4) (β игре) η σειρά; шахм. η κίνηση ◇ пустить в \ход βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση
    * * *
    м
    1) η πορεία; η κίνηση ( движение)
    2) η εξέλιξη ( развитие)

    ход собы́тий — η πορεία των γεγονότων

    в ходе перегово́ров — στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων

    3) ( вход) η είσοδος

    ход со двора́ — η είσοδος είναι από την αυλή

    4) ( в игре) η σειρά; шахм. η κίνηση
    ••

    пусти́ть в ход — βάζω μπρος, βάζω σε κίνηση

    Русско-греческий словарь > ход

  • 43 цикл

    цикл м о κύκλος; \цикл лекций μια σειρά διαλέξεων
    * * *
    м
    ο κύκλος

    цикл ле́кций — μια σειρά διαλέξεων

    Русско-греческий словарь > цикл

  • 44 шеренга

    шеренга ж η σειρά, η γραμμή
    * * *
    ж
    η σειρά, η γραμμή

    Русско-греческий словарь > шеренга

  • 45 ярус

    ярус м 1) η σειρά 2) театр, ο εξώστης
    * * *
    м
    1) η σειρά
    2) театр. εξώστης

    Русско-греческий словарь > ярус

  • 46 вереница

    вереница
    ж ἡ γραμμή, ἡ σειρά, ἡ ἀράδα:
    \вереница событий σειρά γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > вереница

  • 47 курс

    курс
    м
    1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:
    \курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·
    2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):
    \курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·
    3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:
    краткий \курс ἡ ἐπιτομή·
    4. мед.:
    \курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·
    5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:
    биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων.

    Русско-новогреческий словарь > курс

  • 48 подшивать

    подшивать
    несов
    1. φοδράρω (подкладку) I ὑπορράπτω, ἀσταρώνω (валенки, сапоги)·
    2. (подрубать) στριφώνω, περικρασπεδώ·
    3. (бумаги) τακτοποιώ, βάζω μέ τή σειρά:
    \подшивать газеты βάζω μέ τή σειρά τίς ἐφημερίδες.

    Русско-новогреческий словарь > подшивать

  • 49 сряду

    сряду
    нореч. разг συνεχδς κατά σειρά:
    три дня \сряду τρεις ήμερες κατά σειρά.

    Русско-новогреческий словарь > сряду

  • 50 ход

    ход
    м
    1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):
    \ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·
    2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:
    \ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων
    3. (вход, проход) ἡ είσοδος:
    парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·
    4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):
    ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια

    Русско-новогреческий словарь > ход

  • 51 цепочка

    цепочк||а
    ж
    1. (уменьш. от цепь) ἡ ἀλυσιδίτσα:
    \цепочка для часов ἡ καδένα (ρολογιού)· дверная \цепочка ἡ ἀλυσίδα τής πόρτας·
    2. (ряд, вереница) ἡ σειρά, ἡ ἀλυσίδα:
    \цепочка бойцов ἡ σειρά τών μαχητών передать по \цепочкае μεταδίδω ἀπό χέρι σέ χέρι.

    Русско-новогреческий словарь > цепочка

  • 52 черед

    черед
    м разг ἡ σειρά, ἡ ἀράδα; теперь мой \черед τώρα εἶναι ἡ σειρά μου· ◊ идти свои́м \чередо́м ἐξελίσσομαι ὁμαλά, ἀκολουθώ τήν κανονική πορεία

    Русско-новогреческий словарь > черед

  • 53 кладка

    θ.
    1. χτίσιμο•

    закончить -у τελειώνω το χτίσιμο•

    каменная кладка λιθοδομή•

    кирпичная кладка πλινθοδομή•

    производить -у стен κάνω τοιχοποιία, τοιχοποιώ.

    2. τοποθέτηση με τη σειρά, ένταξη•

    кладка досок τοποθέτηση σανίδων με τη σειρά.

    3. βλ. кладь (3 σημ.).
    4. γέννηση, εναπόθεση, ωοτοκία•

    у кур началась кладка яйц οι κότες άρχισαν να γεννούν.

    5. (διαλχ.) ευνούχιση.

    Большой русско-греческий словарь > кладка

  • 54 красный

    επ., βρ: -сен, -сни, -сно.
    1. κόκκινος, ερυθρός•

    -ое знамя κόκκινη σημαία•

    -цвет κόκκινο χρώμα.

    2. αριστερός (στις ιδέες).
    ουσ. ο αριστερός.
    3. παλ. καλός, όμορφος, ωραίος•

    -ая девица όμορφο κορίτσι.

    4. (λκ.. ποίηση) καθαρός, φωτεινός•

    красный день καθαρή μέρα.

    5. παλ. τιμητικός, επίσημος.
    εκφρ.
    - ая Армия – Κόκκινος Στρατός•
    - ое вино – βαθυκόκκινο κρασί•
    красный грибβλ. подосиновик• -ое дерево ανακάρδιο, ακάιο ξύλο, ακαγιού, μαόνι•
    красный зверь – το κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων ζώων•
    - ая дичь – κυνήγι των πιο πολύτιμων αγρίων νηκτικών πτηνών•
    - ое каление – η κόκκινη πυράκτωση•
    - ая икра – κόκκινο χαβιαρι•
    красный крест – ερυθρός σταυρός•
    общество -го Креста и полумесяца – σύνδεσμος του Ερυθρού Σταυρού και Ημισελήνου•
    красный лесβλ. краснолесье• красный медь χαλκός αμιγής•
    - ая рыба – τα εκλεκτά ψάρια (οξύρρυγχος, ούσος κ. άλ.)• красный ряд παλ. η σειρά πωλητών υφασμάτων στην αγορά•
    красный товар – τα υφάσματα•
    - ое словцо – πετυχημένη λέξη η έκφραση•
    -ая строки ή строчка – αρχή παραγράφου, κόκκινη σειρά•
    красный уголок – κόκκινη γωνιά (ιδρύματος)•
    - ая цена – η ανώτατη τιμή (πράγματος)•
    -ой нитью проходить ή тянуться – περνώ σαν κόκκινη κλωστή (ξεχωρίζω)•
    под -ую шапку попасть ή угодитьπαλ. στρατεύομαι• στρατολογούμαι•
    красный звон – η πιο μεγάλη κωδωνοκρουσία•
    красный фонарьπαλ. κόκκινο φανάρι (οίκος ανοχής)•
    красный петухβλ. στη λ. петух• -о говорить μιλώ με ευφράδεια.

    Большой русско-греческий словарь > красный

  • 55 перебрать

    -беру, -берёшь, παρλθ. χρ. перебрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, βάζω τάξη• ξεχωρίζω•

    перебрать бумаги и письма τακτοποιώ τα χαρτιά και τα γράμματα•

    перебрать вещи τακτοποιώ τα πράγματα.

    || διαλέγω, ξεδιαλέγω•

    перебрать картофель ξεδιαλέγω τις πατάτες.

    2. μτφ. (εν)θυμούμαι όλα ή πολλά με τη σειρά•

    перебрать в памяти события последних лет επαναφέρω στη μνήμη τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια.

    || καλοεξετάζω, εξονυχίζω, κοσκινίζω.
    3. φτιάχνω από την αρχή• επιδιορθώνω, επισκευάζω.
    4. (τυπγρ.) ξαναστοιχειοθετώ•

    перебрать строчку ξαναστοιχειοθετώ τη σειρά (του κειμένου).

    5. συγκεντρώνω, (συμ)μαζεύω, συναθροίζω.
    6. παίρνω παραπάνω (από το κανονικό). || (χαρτπ.) παίρνω πόντους παραπάνω απ ό,τι χρειάζεται.
    εκφρ.
    перебрать по косточкам – εξετάζω λεπτομερώς, εξονυχιστικά, εξονυχίζω.
    1. διέρχομαι, περνώ, διαβαίνω.
    2. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, αλλάζω θέση, πηγαίνω αλλού. || αλλάζω διαμονή, μετοικώ.

    Большой русско-греческий словарь > перебрать

  • 56 подряд

    α.
    εργολαβία, εργοληψία, εργολαβική εργασία.
    επίρ.
    στη σειρά, κατά σειρά συνεχώς, συνέχεια στην αράδα, αραδαριά γραμμή, κορδόνι, αλληλοδιαδόχως. || αδιακρίτως, ανεξαίρετα•

    приглашать всех подряд προσκαλώ όλους ανεξαίρετα.

    Большой русско-греческий словарь > подряд

  • 57 последовательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    1. διαδοχικός• αλλεπάλληλος•

    в-ом порядке με διαδοχική σειρά•

    - ое включение ή соединение тока σύνδεση του ρεύματος σε σειρά.

    2. επαγωγικός•

    последовательный вывод επαγωγικά συμπέρασμα.

    || συνεπής απαρέγκλιτος (για πεποιθήσεις, ιδεολογία κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > последовательный

  • 58 построчный

    επ.
    με τη σειρά, με το στίχο•

    -ая оплата πληρωμή με τη σειρά.

    Большой русско-греческий словарь > построчный

  • 59 расположение

    ουδ.
    1. διευθέτηση, τακτοποίηση• διαρύθμιση• διάταξη. || σειρά, τάξη • παράταξη•

    расположение слов в предложении η κανονική σειρά των λέξεων στην πρόταση.

    2. εγκατάσταση, τοποθέτηση•

    расположение лагерем στρατοπέδευση• καταυλισμός.

    (στρατ.) διάταξη•

    войск διάταξη των στρατευμάτων.

    3. διάθεση•

    доброе расположение καλή (ευνοϊκή) διάθεση.

    || κλίση, όρεξη• επιθυμία•

    у него никакого -я к медицине αυτός δεν έχει καμιά διάθεση (κλίση)για γιατρός•

    у меня нет -я ехать завтра δεν είμαι διατεθημένος να αναχωρήσω αύριο.

    || εύνοια, συμπάθεια. || προδιάθεση•

    расположение к болезням προδιάθεση για ασθένειες.

    Большой русско-греческий словарь > расположение

  • 60 слой

    слоя, προθτ. в слое к, в слою, πλθ. слой, слоев α.
    1. στρώμα, διάστρωμα•

    -й атмосферы τα στρώματα της ατμόσφαιρας•

    слой льда στρώμα πάγου•

    слой жира στρώμα λίπους•

    сланцы расположены -ями οι σχιστόλιθοι κείτονται κατά στρώματα.

    || μτφ. σειρά• ταινία•

    слой впечатлений σειρά εντυπώσεων.

    2. μτφ. κοινωνικό στρώμα•

    широкие -й населения πλατιά στρώματα του πληθυσμού•

    интеллигентные -й общества το κοινωνικό στρώμα των διανοουμένων•

    высшие -й общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > слой

См. также в других словарях:

  • σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

  • σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… …   Dictionary of Greek

  • σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… …   Dictionary of Greek

  • εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»