Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1)+(нитка)

  • 1 нитка

    нитка, нить ж η κλωστή, το νήμα
    * * *
    = нить ж
    η κλωστή, το νήμα

    Русско-греческий словарь > нитка

  • 2 нитка

    θ.
    κλωστή, νήμα•

    хлопчатобумажная нитка βαμβακερή κλωστή•

    шлковая нитка μεταξωτή κλωστή•

    вдевать -у в иголку βελονιάζω την κλωστή•

    маток (клубок) -ок κουβάρι νήματος•

    нитка порвалась η κλωστή κόπηκε.

    || μτφ. γραμμή.
    εκφρ.
    винтовая нитка – οι ράβδωσεις του κοχλία•
    до (последней) -и – εντελώς, τελείως, πλήρως, λεπτομερώς, καταλεπτώς•
    ни одной сухой -и не осталось; до -и промок – έγινα εντελώς μούσκεμα•
    белыми -эми шито – άτεχνα (αδέξια) κρυμμένος•
    обобрать кого до последней -и – κατακλέβω κάποιον, απογυμνώνω.

    Большой русско-греческий словарь > нитка

  • 3 нитка

    ни́т||ка
    ж ἡ κλωστή, τό νήμα:
    шелковые \ниткаки τά μεταξωτά νήματα, οἱ μεταξωτές κλωστές, τό μετάξι· кату́шка \ниткаок ὁ μακαρᾶς, ἡ κουβαρίστρα· \нитка жемчуга ἡ κλωστή τῶν μαργαριταριών вдевать \ниткаку в иголку περνῶ κλωστή στή βελόνα· ◊ сшить на живу́ю \ниткаку τρυπώνω· промокнуть до \ниткаки γίνομαι μουσκίδι, γίνομαι μούσκεμα· обобрать до \ниткаки ξεγυμνώνω, κατακλέβω, ἀφήνω κάποιον μέ τό πουκάμισο· шито белыми \ниткаками εἶναι φῶς φανάρι, χτυπάει στό μάτι.

    Русско-новогреческий словарь > нитка

  • 4 нитка

    1. (швейная) η κλωστή, το νήμα 2. (производственная линия, трубопровод) η γραμμή της παραγωγής
    η γραμμή του αγωγού
    3. (технологического процесса) хим. η (τεχνολογική) αλυσίδα 4. (резьбы) το σπείρωμα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нитка

  • 5 нитка

    [νίτκα] ουσ. θ. κλωστή

    Русско-греческий новый словарь > нитка

  • 6 нитка

    [νίτκα] ουσ θ κλωστή

    Русско-эллинский словарь > нитка

  • 7 нить

    Русско-греческий словарь > нить

  • 8 наметка

    наметка I ж (нитка) τό τρύπωμα, ἡ κλωστή τρυπώματος. наметка II ж (предварительный план) τό πρόπλασμα, τό πρόχειρο σχέδιο, τό προσχεδίασμα

    Русско-новогреческий словарь > наметка

  • 9 вдеть

    вдену, вденешь, προστκ. вдень ρ.σ.μ.
    περνώ,διαπερνώ, περνώ μέσα απο•

    вдеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι.

    περνιέμαι, διαπερνιέμαι•

    нитка -лась в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι, βελονιάστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > вдеть

  • 10 вышивальный

    επ.
    του κεντήματος•

    -ая игла βελονάκι του κεντήματος•

    -ая нитка κλωστή κεντήματος.

    Большой русско-греческий словарь > вышивальный

  • 11 дратвенный

    επ.
    πισσωμένος, κερωμένος•

    -ая нитка κερωμένη κλωστή.

    Большой русско-греческий словарь > дратвенный

  • 12 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 13 намёточный

    επ.
    του τρυπώματος•

    -ая нитка κλωστή τρυπώματος.

    Большой русско-греческий словарь > намёточный

  • 14 нить

    θ.
    1. βλ. нитка.
    2. μεταλλική νηματοειδής κλωστή.
    3. μτφ. σειρά, ειρμός.
    εκφρ.
    ариадинна нить – ο μίτος της Αριάδνης;

    Большой русско-греческий словарь > нить

  • 15 оборвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оборвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. о
    бо-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ, κόβω•

    оборвать лепестки ромашки κόβω τα πέταλα της μαργαρίτας•

    оборвать яблоки с яблони κόβω τα μήλα από τη μηλιά.

    || δρέπω, μαζεύω.
    2. κόβω (διαχωρίζω)•

    оборвать нитку, проволоку κόβω την κλωστή, το σύρμα•

    оборвать рмни κόβω τα λουριά.

    3. διακόπτω απότομα, σταματώ•

    оборвать песню διακόπτω το τραγούδι•

    оборвать разговор κόβω την κουβέντα•

    оборвать пьянство κόβω το πιοτί.

    4. μτφ. αποστομώνω, φιμώνω, βουλώνω το στόμα, βουβαίνω.
    εκφρ.
    уши оборвать кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ).
    1. κόβομαι, κόπτομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε.

    2. ξεκόβομαι, πέφτω.
    3. μτφ. διακόπτομαι, σταματώ απότομα•

    разговор -лся η κουβέντα σταμάτησε•

    голос его -лся η φωνή του κόπηκε.

    || αποστομώνομαι, φιμώνομαι, βουβαίνομαι.
    4. (για ενδύματα)• ξεσχίζομαι, φθείρομαι.
    εκφρ.
    сердце -лось у меня ή -лось в сердце (в груди, внутри) у меня – κόπηκε η καρδιά μου, μου κόπηκαν τα ήπατα μου (καταφοβήθηκα).

    Большой русско-греческий словарь > оборвать

  • 16 порвать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порванный, βρ: -ван, -а, -о
    1. ξεσχίζω.
    2. κόβω, διακόπτω• παραλύω•

    порвать связь противника с тылом κόβω τη σύνδεση του εχθρού με τα μετόπισθεν.

    3. μτφ. σταματώ, παύω να έχω•

    порвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. σχίζω (για όλα, πολλά).
    5. αποκόπτω•

    порвать цветов κόβω λουλούδια.

    1. (ξε)σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο σχίστηκε.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) κόβομαι•

    нитка -лась η κλωστή κόπηκε•

    его голос -лся η φωνή του κόπηκε.

    3. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > порвать

  • 17 продеть

    ρ.σ.μ. περνώ•

    продеть нитку в иголку περνώ την κλωστή στο βελόνι•

    продеть голову в хомут περνώ (βάζω) τη λαιμαριά.

    περνιέμαι, διέρχομαι•

    нитка -лазь в иголку η κλωστή πέρασε στο βελόνι.

    Большой русско-греческий словарь > продеть

  • 18 рассечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. рассек
    -ла, -ло-κ. παλ. -ла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. рассекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассеченный
    -чен, -чена, -чено κ. παλ. рассеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κατακόβω, κατατέμνω, κατατεμαχίζω• διαμελίζω, λιανίζω.
    2. σχίζω• ανοίγω•

    рассечь труп σχίζω το πτώμα.

    3. διασχίζω•

    пароход -ек волны το ατμόπλοιο διέσχισε τα κύματα•

    само-лт -к воздух το αεροπλάνο διέσχισε τον αέρα.

    || (δια)χωρίζω•

    шоссе -ло лес на две части ο αυτοκινητόδρομος έκοψε το δάσος στα δυό.

    4. (στρατ.) διασπώ, κάνω ρήγμα.
    (δια)χωρίζομαι•

    нитка -лась η κλωστή χώρισε (στα δυό ή σε περισσότερες κλωστίτσες).

    Большой русско-греческий словарь > рассечь

  • 19 трощённый

    επ.
    κλωσμένος, στριμμένος•

    -ая нитка στριμμένη κλωστή, στριμμένο νήμα.

    Большой русско-греческий словарь > трощённый

См. также в других словарях:

  • нитка — до последней нитки, на живую нитку, пришивать на живую нитку.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. нитка нить, верёвка; пряжа, лунинг, ирис, верва, ниточка, линия, дратва,… …   Словарь синонимов

  • НИТКА — НИТКА, нитки, жен. Тонко ссученная, скрученная пряжа (для шитья и пр.). Вдеть нитку в иголку. «Куда иголка, туда и нитка.» (посл.). || чего. Что нибудь на нить. Нитка жемчуга. ❖ Вытянуть в нитку (разг.) поставить ровно в ряд. Вытянуться в нитку… …   Толковый словарь Ушакова

  • НИТКА — научно испытательный тренажер корабельной авиации авиа, морск., образование и наука Источник: http://legion.wplus.net/guide/abbr.shtml НИТКА научно испытательный тренировочный комплекс авиации наземный испытательно тренировочный комплекс… …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • НИТКА — НИТКА, и, жен. 1. Тонко скрученная пряжа. Швейные, вязальные, вышивальные нитки. Катушка ниток. Вытянуть или вытянуться в нитку (перен.: поставить или стать ровно в ряд). Шито белыми нитками (также перен.: о чём н. очень неискусно скрытом). До… …   Толковый словарь Ожегова

  • нитка — НИТКА, и, ж. 1. Линия государственной границы. Резать нитку переходить через границу. 2. только мн. Вены. Нитки порезать вскрыть вены. См. также: рвать нитку; нитки иголки …   Словарь русского арго

  • нитка — ветвь (трубопровода) — [http://slovarionline.ru/anglo russkiy slovar neftegazovoy promyishlennosti/] Тематики нефтегазовая промышленность Синонимы ветвь (трубопровода) EN branch …   Справочник технического переводчика

  • нитка (трубопровода) — — [А.С.Гольдберг. Англо русский энергетический словарь. 2006 г.] Тематики энергетика в целом EN run …   Справочник технического переводчика

  • нитка петли (ядерного реактора) — — [А.С.Гольдберг. Англо русский энергетический словарь. 2006 г.] Тематики энергетика в целом EN leg …   Справочник технического переводчика

  • нитка резервная — Трубопровод, проложенный параллельно основной магистрали для обеспечения резервирования на случай ее повреждения. [РД 01.120.00 КТН 228 06] Тематики магистральный нефтепроводный транспорт …   Справочник технического переводчика

  • нитка трубопровода — — [А.С.Гольдберг. Англо русский энергетический словарь. 2006 г.] Тематики энергетика в целом EN pipe run …   Справочник технического переводчика

  • НИТКА — О швейных нитках см. Нитки. Координаты: 45°05′51″ с. ш. 33°36′15″ в. д. / 45.0975° с. ш. 33.604167° в. д.  …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»